'υπερτροφικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : υπερτροφικός
Αγγλικά : overgrown
Α. υπερτροφικός -ή -ό
Σημασία : 1.(ιατρ.) που παρουσιάζει υπερτροφία: Yπερτροφικές αμυγδαλές. 2. που είναι υπερβολικά αναπτυγμένος: Yπερτροφική ανάπτυξη. || (μτφ.): Yπερτροφικό εγώ. ~ εγωισμός.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. hypertrophique < hypertroph(ie) = υπερτροφ(ία) -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
υπερτροφικές αδενοειδείς εκβλαστήσεις
υπερτροφική αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια
υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια
υπερτροφική ουλή
υπερτροφικός λειχήνας
Σχετικά κείμενα
10 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.68 δευτερόλεπτα