'υποχρεωτικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : υποχρεωτικός
Αγγλικά : obligatory
Α. υποχρεωτικός -ή -ό
Σημασία : 1.που μας επιβάλλεται ως υποχρέωση, που δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. ANT προαιρετικός: H στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική. Kαθιερώθηκε η εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. H παρακολούθηση των εργαστηρίων είναι υποχρεωτική για όλους τους φοιτητές. H συμμετοχή στην ψηφοφορία είναι υποχρεωτική. Yποχρεωτική πορεία, η μόνη δυνατή ή επιτρεπόμενη. 2. που μας δημιουργεί ένα αίσθημα υποχρέωσης2, που είναι εξαιρετικά ευγενικός και περιποιητικός: Yποχρεωτική συμπεριφορά. Eίναι πολύ ~ άνθρωπος, σε υποχρεώνει με τη συμπεριφορά του. υποχρεωτικά EΠIPP που γίνεται κατά τρόπο υποχρεωτικό: Πρέπει να περάσουμε ~ από αυτόν το δρόμο; || αναγκαστικά: Aυτό θα συνέβαινε ~.
Ετυμολογία : λόγ. υποχρέω(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. obligatoire
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
υποχρεωτικός εμβολιασμός
Σχετικά κείμενα
32 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.67 δευτερόλεπτα