'αφρώδες ιστιοκύτταρο'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κυτταρικό σώμα
Αγγλικά : cell body
Α. φαρμακευτικός -ή -ό
Σημασία : 1. που είναι σχετικός με τα φάρμακα ή με την παρασκευή τους: Φαρμακευτικά προϊόντα / σκευάσματα. Φαρμακευτικές ουσίες. Φαρμακευτικά καλλυντικά, που περιέχουν και φαρμακευτικές ουσίες. Φαρμακευτική βιομηχανία. Φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα. ~ κώδικας. 2. που έχει ιδιότητες φαρμάκου: Φαρμακευτικά φυτά / βοτάνια. 3. που αναφέρεται στη φαρμακευτική: Φαρμακευτικά περιοδικά. || (ως ουσ.) η φαρμακευτική*. φαρμακευτικά & (λόγ.) φαρμακευτικώς EΠIPP από φαρμακευτική άποψη: Oυσίες φαρμακευτικώς ουδέτερες.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. φαρμακευτικός `που γίνεται με φάρμακα΄ σημδ. γαλλ. pharmaceutique (στη νέα σημ.) < αρχ. φαρμακευτικός· λόγ. φαρμακευτικ(ός) -ώς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κυτταρικό σώμα
Σχετικά κείμενα
70 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 4.45 δευτερόλεπτα