'διφορούμενο εξωτερικό γεννητικό όργανο'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : μηριαία αρτηρία
Αγγλικά : femoral artery
Α. φλεβικός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στις φλέβες: Φλεβικό αίμα / σύστημα. Φλεβική ανεπάρκεια.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. φλεβικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
φλεβικός/venous
Σχετικά κείμενα
27 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.07 δευτερόλεπτα