'περιεχόμενο'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : περιεχόμενο
Αγγλικά : content
Α. περιεχόμενο
Σημασία : α. ό,τι περιέχεται, υπάρχει μέσα σε κτ.: Tο ~ φιάλης / δοχείου / σακούλας / σάκου / κιβωτίου. β. για θέματα, ιδέες, σκέψεις κτλ. που περιλαμβάνονται σε κείμενο λόγου κτλ.: Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ~ του πρώτου κεφαλαίου. Λόγος κενός περιεχομένου, χωρίς ουσία. Tο ~ μιας συζήτησης / μιας μελέτης. Oυσιαστικό / ανούσιο ~ . || η πληροφορία που περιέχει ένα μήνυμα σε αντιδιαστολή προς τη μορφή του. γ. (πληθ.) Πίνακας περιεχομένων ή περιεχόμενα, πίνακας των μερών, των κεφαλαίων και άλλων υποδιαιρέσεων ενός εντύπου που δίνεται στην αρχή ή στο τέλος του μαζί με τον αντίστοιχο αριθμό σελίδας. δ. πνευματική και ψυχική καλλιέργεια: Άνθρωπος χωρίς ~ ή κενός περιεχομένου. Δώστε ~ στη ζωή σας πηγαίνοντας ταξίδια.
Ετυμολογία : λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. μπε. του αρχ. περιέχω `περιλαμβάνω΄ (τά περιεχόμενα `τα καθέκαστα΄) σημδ. γαλλ. contenu & αγγλ. contents
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
γαστρικό περιεχόμενο, περιεχόμενο του στομάχου, στομαχικό περιεχόμενο
περιεχόμενο του εντέρου, εντερικό περιεχόμενο
Σχετικά κείμενα
81 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.01 δευτερόλεπτα