'δάγγειος πυρετός, δάγγειος αιμορραγικός πυρετός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : δάγγειος πυρετός, δάγγειος αιμορραγικός πυρετός
Αγγλικά : dengue fever, dengue haemorrhagic fever
Α. δάγκειος
Σημασία : οξύ λοιμώδες νόσημα που μεταδίδεται με το τσίμπημα ενός είδους κουνουπιού και χαρακτηρίζεται από πυρετό και έντονους αρθρικούς και μυϊκούς πόνους: H επιδημία δαγκείου το 1928. || (ως επίθ.): ~ πυρετός.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. dengue (παρανάγνωση: γαλλ. προφ. [d], ριν. [ε], [g]) < αγγλ. dengue < ισπαν. dengue (από γλ. της Aφρικής)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ιός του δαγγείου πυρετού
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.12 δευτερόλεπτα