'κερατοειδής χιτώνας του οφθαλμού, κερατοειδής χιτώνας, κερατοειδής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κερατοειδής χιτώνας του οφθαλμού, κερατοειδής χιτώνας, κερατοειδής
Αγγλικά : cornea
Α. κερατοειδής -ής -ές
Σημασία : (ανατ.) ~ χιτώνας και ως ουσ. ο κερατοειδής, ο εξωτερικός διαφανής χιτώνας που περιβάλλει το βολβό του ματιού.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. κερατοειδής
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αντανακλαστικό του κερατοειδούς χιτώνα
επιφάνεια του κερατοειδούς χιτώνα
θόλωση του κερατοειδούς χιτώνα
κερατοειδής/corneal
Σχετικά κείμενα
13 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.70 δευτερόλεπτα