'θυρεοειδής αδένας, θυρεοειδής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : θυρεοειδής αδένας, θυρεοειδής
Αγγλικά : thyroid gland
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
βρογχοκήλη, διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα
γλωσσικός θυρεοειδής αδένας
θυλάκιο του θυρεοειδούς αδένα
θυρεοειδική ορμόνη, ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα, θυρεοειδής ορμόνη
θυρεοειδικό κύτταρο, κύτταρο του θυρεοειδούς αδένα
θυρεοειδικός χόνδρος, χόνδρος του θυρεοειδούς αδένα]
θυρεοειδοπάθεια, θυρεοειδική νόσος, νόσος του θυρεοειδούς αδένα
καθοριστική σημασία
καθοριστικός/decisive
καθοριστικός παράγοντας
καθοριστικός ρόλος
καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα, θυρεοειδικός καρκίνος
καρκίνωμα του θυρεοειδούς αδένα
λοβός του θυρεοειδούς αδένα, θυρεοειδικός λοβός
πυραμοειδής λοβός του θυρεοειδούς αδένα, πυραμοειδής λοβός
σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς αδένα
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.07 δευτερόλεπτα