Αναζήτηση / Search

  

 

'θυρεοειδής αδένας, θυρεοειδής'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : θυρεοειδής αδένας, θυρεοειδής
Αγγλικά : thyroid gland




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

βρογχοκήλη, διόγκωση του θυρεοειδούς αδέναγλωσσικός θυρεοειδής αδέναςθυλάκιο του θυρεοειδούς αδέναθυρεοειδική ορμόνη, ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα, θυρεοειδής ορμόνηθυρεοειδικό κύτταρο, κύτταρο του θυρεοειδούς αδέναθυρεοειδικός χόνδρος, χόνδρος του θυρεοειδούς αδένα]θυρεοειδοπάθεια, θυρεοειδική νόσος, νόσος του θυρεοειδούς αδένακαθοριστική σημασίακαθοριστικός/decisiveκαθοριστικός παράγονταςκαθοριστικός ρόλοςκαρκίνος του θυρεοειδούς αδένα, θυρεοειδικός καρκίνοςκαρκίνωμα του θυρεοειδούς αδέναλοβός του θυρεοειδούς αδένα, θυρεοειδικός λοβόςπυραμοειδής λοβός του θυρεοειδούς αδένα, πυραμοειδής λοβόςσπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς αδένα



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 0.07 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία