Αναζήτηση / Search

  

 

'ωχρινοποιητική ορμόνη, ωχρινοτρόπος ορμόνη'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ωχρινοποιητική ορμόνη, ωχρινοτρόπος ορμόνη
Αγγλικά : luteinizing hormone, LH




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

ωχρινοποιητικός/luteinising, luteinizing



Σχετικά κείμενα

25 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Υποθάλαμος
2Γοναδοεκλυτίνη (GnRH)
3Υπόφυση
4Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH)
5Προλακτίνη (PRL)
6Ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH)
7Ωχρινοποιητική ορμόνη (LH)
8Τεστοστερόνη
9Οιστραδιόλη
10Προγεστερόνη
11Έμμηνος κύκλος
12Χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG)
13Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών
14Μεταβολές γονιμοποιημένου ωαρίου μέχρι την εμφύτευση
15Εμβρυολογία γεννητικού συστήματος του θήλεος
16Καθ'έξιν αποβολές
17Ενδοκρινολογικά αίτια και καθ'έξιν αποβολές
18Ανεπάρκεια ωχρού σωματίου
19Πολυκυστικές ωοθήκες και καθ'έξιν αποβολές
20Ο ρόλος της προλακτίνης στην αιτιολογία των καθ'έξιν αποβολών
21Θεραπευτική αντιμετώπιση αλλοάνοσων αιτιών
22Κατηγορίες απαγορευμένων ουσιών
23Σύνδρομο θηλεοποιητικών όρχεων
24Στεροειδογένεση
25Το γονίδιο FtzF1 και οι πρωτεΐνες του SF1 και ELP

Χρόνος αναζήτησης : 2.23 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία