Αναζήτηση / Search

  

 

'παρκινσονικός, παρκινσωνικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : παρκινσονικός, παρκινσωνικός
Αγγλικά : parkinsonian




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

μετατρεπτική διαταραχή, διαταραχή μετατροπήςμετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνηςμετατρεπτικόςμετατρεπτικός αυξητικός παράγονταςπαρκινσονική ακαμψίαπαρκινσονικό βάδισμα



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 0.82 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία