Αναζήτηση / Search

  

 

'αμύελος'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αμύελος
Αγγλικά : unmyelinated




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

μόνιμο δόντιμόνιμος/permanentμόνιμος γομφίοςμόνιμος καρδιακός βηματοδότηςμόνιμος ουροκαθετήραςμόνιμος φραγμός, μόνιμη οδοντοστοιχία



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 0.07 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία