Αναζήτηση / Search

  

 

'κοιλιακός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : κοιλιακός
Αγγλικά : celiac


Α. κίρρωση

Σημασία : (ιατρ.) πολύ σοβαρή νόσος του ήπατος, η οποία συνήθ. καταλήγει σε θάνατο.

Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. cirrhose < αρχ. κιρρ(ός) `κιτρινωπός΄ -ose = -ωσις > -ωση

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

κίρρωση, κίρρωση ήπατος, ηπατική κίρρωση



Σχετικά κείμενα

12 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.12 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία