'κίρρωση, κίρρωση ήπατος, ηπατική κίρρωση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κίρρωση, κίρρωση ήπατος, ηπατική κίρρωση
Αγγλικά : cirrhosis, cirrhosis of the liver, hepatic cirrhosis
Σημασία : Χρόνια διάχυτη διεργασία που χαρακτηρίζεται από ίνωση, σχηματισμό όζων και διαταραχή της αρχιτεκτονικής του ηπατικού παρεγχύματος. Συνιστά ανατομοφρολογική διάγνωση και αποτελεί την κατάληξη πολλών χρόνιων ηπατικών νοσημάτων.
Πηγή : Παθολογία
Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό του Τομέως Παθολογίας
Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης
Α. κίρρωση
Σημασία : (ιατρ.) πολύ σοβαρή νόσος του ήπατος, η οποία συνήθ. καταλήγει σε θάνατο.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. cirrhose < αρχ. κιρρ(ός) `κιτρινωπός΄ -ose = -ωσις > -ωση
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αλκοολική κίρρωση
μακροοζώδης κίρρωση
μικροοζώδης κίρρωση
πρωτοπαθής χολική κίρρωση, ΠΧΚ
χολική κίρρωση
Σχετικά κείμενα
12 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.90 δευτερόλεπτα