'χιμαιρικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : χιμαιρικός
Αγγλικά : chimeric
Α. χιμαιρικός -ή -ό
Σημασία : απραγματοποίητος· ουτοπικός: ~ πόθος. Xιμαιρικές ελπίδες. Xιμαιρικά σχέδια. χιμαιρικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. chimérique < chimèr(e) = χίμαιρ(α)I -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αλλογενής μεταμόσχευση μυελού των οστών
αυτόλογη μεταμόσχευση μυελού των οστών
χιμαιρική πρωτεΐνη
χιμαιρικό αντίσωμα
χιμαιρικό ζώο
Σχετικά κείμενα
2 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.31 δευτερόλεπτα