'σωφρονιστήρας, τρίτος γομφίος, φρονιμίτης'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : σωφρονιστήρας, τρίτος γομφίος, φρονιμίτης
Αγγλικά : third molar
Α. σωφρονιστήρας
Σημασία : (ανατ.) καθένας από τους τέσσερις τελευταίους γομφίους που εμφανίζονται μετά την εφηβική ηλικία· φρονιμίτης.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. σωφρονιστήρ, αιτ. -ῆρα
Β. φρονιμίτης
Σημασία : κοινή ονομασία του δοντιού σωφρονιστήρας.
Ετυμολογία : λόγ. φρόνιμ(ος) -ίτης απόδ. γαλλ. dent de sagesse
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Σχετικά κείμενα
2 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.17 δευτερόλεπτα