'ψυχολογικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ψυχολογικός
Αγγλικά : psychologic(al)
Α. ψυχολογικός -ή -ό
Σημασία : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην ψυχολογία: Ψυχολογική μελέτη. Ψυχολογικό εργαστήριο. 2. που σχετίζεται με την ψυχική κατάσταση κάποιου: Aπό τότε που πέθανε η γυναίκα του, βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. ~ πόλεμος, σειρά από ενέργειες που αποσκοπούν στην εξασθένιση της ηθικής και ψυχικής αντοχής του αντιπάλου· (πρβ. πόλεμος νεύρων). Ψυχολογική βία, άσκηση βίας εις βάρος κάποιου, κυρίως με τη χρήση απειλών. Ψυχολογικό μυθιστόρημα. ψυχολογικά & (λόγ.) ψυχολογικώς EΠIPP: Άνθρωπος πεσμένος ~.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. psychologique < psycholog(ie) = ψυχολογ(ία) -ique = -ικός· λόγ. ψυχολογικ(ός) -ώς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αναστολέας της σύνθεσης του κυτταρικού τοιχώματος
ψυχολογική βία
ψυχολογική εξάρτηση
ψυχολογική υποστήριξη
ψυχολογικό τραύμα
ψυχολογικός παράγοντας
Σχετικά κείμενα
62 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 4.07 δευτερόλεπτα