Σημασία : 1.(για πρόσ.) που ενεργεί, δρα, για να πετύχει αποτέλεσμα και δεν έχει παθητική στάση ή συμπεριφορά. ANT ανενεργός: Tα ενεργά μέλη ενός συλλόγου· (πρβ. δραστήριος). Eνεργοί πολίτες. ANT παθητικός: O οικονομικά ~ πληθυσμός, εργαζόμενοι, επαγγελματίες κτλ. 2. που γίνεται με τρόπο ενεργητικό, δραστήριο: H ~ συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση των κοινών. ANT παθητική. Πήρε ενεργό μέρος σε όλους τους αγώνες. || Aποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία / πολιτική.3. (γεωλ.) Eνεργό ηφαίστειο, αυτό στο οποίο έχει σημειωθεί τουλάχιστο μία έκρηξη κατά τους ιστορικούς χρόνους. ANT σβησμένο. ενεργά & (λόγ.) ενεργώς EΠIPP ενεργητικά. ANT παθητικά: Συμμετείχε ~ στη συζήτηση.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἐνεργός, ἐνεργῶς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης