Αναζήτηση / Search

  

 

'κοινωνικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : κοινωνικός
Αγγλικά : social


Α. στερητικός -ή -ό

Σημασία : που έχει σχέση με τη στέρηση. α. που προκαλεί στέρηση: Στερητική ενέργεια. Ποινή στερητική της ελευθερίας. β. (γραμμ.): Στερητικό μόριο / πρόθημα, πρόθημα που δηλώνει άρνη ση ή στέρηση εκείνου το οποίο δηλώνει η λέξη από την οποία παράγεται: H λέξη ’άθεος“ σχηματίζεται από το στερητικό μόριο ’α-“ και τη λέξη ’θεός“. γ. (ιατρ.) που οφείλεται σε ορισμένη στέρηση: Στερητική νόσος. Στερητικό φαινόμενο / σύνδρομο.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. στερητικός (β: ελνστ. σημ.)

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

εμπύρετη κατάστασηεμπύρετη νόσοςεμπύρετη ουδετεροπενίαεμπύρετος/feverish



Σχετικά κείμενα

5 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 0.18 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία