Αναζήτηση / Search

  

 

'ηπατίτιδα'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ηπατίτιδα
Αγγλικά : hepatitis

Σημασία : Διάχυτη νέκρωση και φλεγμονή του ηπατικού παρεγχύματος, που προκαλείται από διάφορα αίτια όπως ιούς (ιογενής ηπατίτιδα), φάρμακα (φαρμακευτική ηπατίτιδα), ισχαιμία, μεταβολικούς, αυτοάνοσους, τοξικούς και άλλους παράγοντες. Η ηπατίτιδα μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια. Η χρόνια μπορεί να καταλήξει σε κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Η συνηθέστερη μορφή οξείας και χρόνιας ηπατίτιδας είναι η ιογενής.

Πηγή : Παθολογία
Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό του Τομέως Παθολογίας
Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης





Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

εξωτερική αιμορροΐδαεξωτερική εγκυρότηταεξωτερική κυτταρική μάζα, έξω κυτταρική μάζαεξωτερική μεμβράνη του μιτοχονδρίουεξωτερική οφθαλμοπληγίαεξωτερική ωτίτιδαεξωτερικό γεννητικό όργανοεξωτερικό ιατρείοεξωτερικό περιβάλλονεξωτερικός/exteriorεξωτερικός/externalκακοήθης εξωτερική ωτίτιδαοξεία εξωτερική ωτίτιδαχρόνια εξωτερική ωτίτιδα



Σχετικά κείμενα

1 αποτέλεσμα βρέθηκε

Χρόνος αναζήτησης : 1.12 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία