Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πρόγνωση, συνήθ. ως ουσ.: 1. τα προγνωστικά, η πρόβλεψη που γίνεται με βάση ορισμένα στοιχεία, δεδομένα: Tα προγνωστικά του ποδοσφαίρου / των ιπποδρομιών / των εκλογών. 2. το προγνωστικό: α. η ιδιότητα ή ικανότητα κάποιου να προβλέπει, να προμαντεύει κτ. β. (ιατρ.) η πρόβλεψη της πορείας μιας ασθένειας.