'απόστημα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : απόστημα
Αγγλικά : abscess
Σημασία : Άθροιση πύου σε κοιλότητα που δεν προϋπήρχε, αλλά σχηματίστηκε μετά τη σύντηξη των ιστών από τα πρωτεολυτικά ένζυμα των πυοσφαιρίων.
Α. απόστημα
Σημασία : 1.πυώδης φλεγμονή με περιορισμένη έκταση: Έβγαλε ένα ~ στο χέρι, μεγάλο σπυρί με πύο. ~ στο δόντι / στις αμυγδαλές. Άνοιξε / έσπασε το ~. 2. (μτφ.) νοσηρή κατάσταση στον κοινωνικό, πολιτικό ή άλλο τομέα: O χρηματισμός των δημόσιων λειτουργών είναι ένα ~ που πρέπει να το ανοίξουμε / να το καθαρίσουμε / να το σπάσουμε, να το αντιμετωπίσουμε ριζικά, αποτελεσματικά.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἀπόστημα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αμοιβαδικό απόστημα
αμοιβαδικό απόστημα του ήπατος
αμοιβαδικό εγκεφαλικό απόστημα
απόστημα
απόστημα του Bezold
απόστημα του οφθαλμικού κόγχου
βακτηριακό απόστημα
δερματικό απόστημα
εγκεφαλικό απόστημα, απόστημα του εγκεφάλου
ενδοκοιλιακό απόστημα
εντερικό απόστημα, απόστημα του εντέρου
εξωσκληρίδιο απόστημα
επισκληρίδιο απόστημα
ηπατικό απόστημα, απόστημα του ήπατος
νεφρικό απόστημα
οδοντικό απόστημα
οπισθοφαρυγγικό απόστημα
ορθικό απόστημα
ορθοπρωκτικό απόστημα
παραβαλβιδικό απόστημα
παραφαρυγγικό απόστημα, περιφαρυγγικό απόστημα
περιακρορριζικό απόστημα
περιαμυγδαλικό απόστημα
περιεδρικό απόστημα
περικολικό απόστημα
περινεφρικό απόστημα
περιοδοντικό απόστημα
περιορθικό απόστημα
περιουρηθρικό απόστημα
περιπρωκτικό απόστημα
περισκωληκοειδικό απόστημα
πνευμονικό απόστημα, απόστημα του πνεύμονα
πρωκτικό απόστημα, απόστημα του πρωκτού
πυελικό απόστημα, απόστημα της πυέλου
σπληνικό απόστημα
υποδόριο απόστημα
υποπεριοστικό απόστημα
υποσκληρίδιο απόστημα
Σχετικά κείμενα
7 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.54 δευτερόλεπτα