'καρκινικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : καρκινικός
Α. καρκινικός -ή -ό
Σημασία : που αναφέρεται στον καρκίνο 1: Kαρκινικά κύτταρα, που έχουν αναπτύξει καρκίνο. Kαρκινικοί όγκοι, κακοήθη νεοπλάσματα.
Ετυμολογία : λόγ. καρκίν(ος) 1 -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καρκινική καχεξία, κακοήθης καχεξία
καρκινικό κύτταρο
καρκινικός
καρκινικός δείκτης, δείκτης καρκίνου
Σχετικά κείμενα
19 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.18 δευτερόλεπτα