'ακραίος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ακραίος
Αγγλικά : extreme
Α. ακραίος -α -ο
Σημασία : που βρίσκεται στην άκρη, στο έσχατο όριο ενός χώρου (πραγματικού ή νοητού). α. ακρινός: Aκραίο σημείο. β. που ξεπερνά τα όρια του μέτρου, που φτάνει σε υπερβολή: Aκραία θέση / άποψη. ~ υποστηρικτής / οπαδός, φανατικός. Aκραία πολιτική.
Ετυμολογία : λόγ.: α: αρχ. ἀκραῖος· β: σημδ. γαλλ. extrême
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ακραία ηλικία
ακραία θερμοκρασία
ακραία κατάσταση
ακραία τιμή
Σχετικά κείμενα
30 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.56 δευτερόλεπτα