'ραχιαίος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ραχιαίος
Αγγλικά : dorsal
Α. ραχιαίος -α -ο
Σημασία : που βρίσκεται στη ράχη του σώματος (ανθρώπου ή ζώου): Tα ραχιαία πτερύγια ενός ψαριού. Pαχιαίοι σπόνδυλοι / μύες.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ῥαχιαῖος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
πλατύς ραχιαίος μύς
ραχιαία αναισθησία
ραχιαία επιφάνεια
ραχιαίος κοχλιακός πυρήνας
Σχετικά κείμενα
18 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.01 δευτερόλεπτα