'αερόβιος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αερόβιος
Αγγλικά : aerobic
Α. αερόβιος -α -ο
Σημασία : (βιολ.) για οργανισμό που ζει και αναπτύσσεται σε περιβάλλον στο οποίο υπάρχει ελεύθερο οξυγόνο. ANT αναερόβιος: Aερόβιοι μικροοργανισμοί. Aερόβιες ρίζες. Aερόβια φυτά.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἀερόβιος `(πουλί) που ζει στον αέρα΄ σημδ. γαλλ. aérobie < aéro- = αερο- + αρχ. βίος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αερόβιος μεταβολισμός
Σχετικά κείμενα
5 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.57 δευτερόλεπτα