Αναζήτηση / Search

  

 

'αιφνίδιος'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αιφνίδιος
Αγγλικά : sudden


Α. αιφνίδιος -α -ο

Σημασία : που συμβαίνει, ενώ κανείς δεν τον περιμένει· ξαφνικός, απροσδόκητος, αναπάντεχος: ~ θάνατος. Aιφνίδια καταστροφή / άφιξη. Aιφνίδια γεγονότα. αιφνίδια & αιφνιδίως EΠIPP: Aιφνιδίως άλλαξε γνώμη.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. αἰφνίδιος, αἰφνιδίως

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αιφνίδιος θάνατοςαιφνίδιος καρδιακός θάνατος



Σχετικά κείμενα

11 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας
2Δικαστική Τοξικολογία
3Ιατροδικαστική διερεύνηση του θανάτου
4Οδικό τροχαίο ατύχημα
5Παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί και βασικές αρχές στην αντιμετώπιση της επιληπτικής εγκύου
6Doppler και 3D - Πολύδυμη κύηση
7Ανεπάρκεια του τραχήλου της μήτρας
8Σκληρόδερμα
9Παραδείγματα αυτοάνοσων νοσημάτων
10Η πολιτισμική αντιμετώπιση της αρρώστιας
11Αίτια, κλινικά σημεία, συμπτώματα και θεραπεία βακτηριακής μηνιγγίτιδας

Χρόνος αναζήτησης : 2.04 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία