'αιφνίδιος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αιφνίδιος
Αγγλικά : sudden
Α. αιφνίδιος -α -ο
Σημασία : που συμβαίνει, ενώ κανείς δεν τον περιμένει· ξαφνικός, απροσδόκητος, αναπάντεχος: ~ θάνατος. Aιφνίδια καταστροφή / άφιξη. Aιφνίδια γεγονότα. αιφνίδια & αιφνιδίως EΠIPP: Aιφνιδίως άλλαξε γνώμη.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. αἰφνίδιος, αἰφνιδίως
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αιφνίδιος θάνατος
αιφνίδιος καρδιακός θάνατος
Σχετικά κείμενα
11 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.04 δευτερόλεπτα