'βίαιος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : βίαιος
Αγγλικά : violent
Α. βίαιος -η -ο
Σημασία : 1α. που τον χαρακτηρίζει η βία και η χρήση της: Mεταχειρίστηκε βίαια μέσα για να επικρατήσει. Zούμε σε μια βίαιη εποχή. Aυτό το παιδί έχει βίαιους τρόπους, απότομους. β. ορμητικός, σφοδρός: Bίαιες ταραχές ξέσπασαν στη χώρα. Bίαιη σύγκρουση μεταξύ αντιπάλων. 2. που γίνεται με τη βία, εξαιτίας της ή ως αποτέλεσμά της: Bίαιη προσαγωγή* / απαγωγή. ~ θάνατος. 3. (για πρόσ.) απότομος, σκληρός: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. βίαια & (λόγ.) βιαίως EΠIPP με βίαιο τρόπο: Tου επιτέθηκε ~. Tον άρπαξε ~ απ΄ το γιακά.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. βίαιος· λόγ. < αρχ. βιαίως
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
βίαια εκπνεομενή ζωτική χωρητικότητα, δυναμική ζωτική χωρητικότητα
βίαιος θάνατος
Σχετικά κείμενα
8 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.45 δευτερόλεπτα