'ουράνιος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ουράνιος
Αγγλικά : celestrial
Α. ουράνιος -α -ο
Σημασία : 1. που έχει σχέση με τον ουρανό, και ιδίως βρίσκεται σ΄ αυτόν: Ένα ουράνιο φαινόμενο. Oυράνιο σώμα, κάθε φυσι κό αντικείμενο που φαίνεται στον ουρανό και ιδίως ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα. Oυράνιο τόξο*. || (αστρον.) Oυράνια σφαίρα, η νοητή σφαίρα της οποίας κέντρο είναι ο παρατηρητής ή το κέντρο της γης, ενώ πάνω στην κοίλη επιφάνειά της φαίνονται ότι κινούνται τα ουράνια σώματα. Oυράνια μηχανική. O άξονας της ουράνιας σφαίρας. ~ θόλος*. ~ ισημερινός* / μεσημβρινός*. 2α. που έχει σχέση με τον ουρανό ως χώρο διαμονής του Θεού και άλλων υπερφυσικών δυνάμεων: Oυράνιες δυνάμεις. Oυράνιος Πατέρας, ο Θεός. Oυράνια δώματα. β. (μτφ.) που είναι πολύ ανώτερος από το συνηθισμένο: Oυράνια ομορφιά / αγαθότητα / γαλήνη.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. οὐράνιος
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ουράνιο σώμα
ουράνιο τόξο
Σχετικά κείμενα
6 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.50 δευτερόλεπτα