'υποδόριος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : υποδόριος
Αγγλικά : subcutaneous
Α. υποδόριος -α -ο
Σημασία : (ανατ.) που βρίσκεται κάτω από το δέρ μα: ~ ιστός. || Yποδόριες ενέσεις, που γίνονται υποδόρια. υποδόρια EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. υπο- αρχ. δορ(ά) `τομάρι΄ (σπάν. ελνστ. σημ.: `δέρμα΄) -ιος μτφρδ. γαλλ. hypodermique < hypo- = υπο- + αρχ. δέρμ(α) -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
υποδόρια ένεση
υποδόρια μυκητίαση
υποδόριο απόστημα
υποδόριο εμφύσημα
υποδόριο λίπος
υποδόριο οζίδιο
υποδόριο οίδημα
υποδόριος ιστός
Σχετικά κείμενα
24 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.21 δευτερόλεπτα