'αδρός, αδρύς'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αδρός, αδρύς
Αγγλικά : rough
Α. αδρός -ή -ό & αδρύς -ιά -ύ
Σημασία : ευμεγέθης, χοντρός στην κατασκευή ή στη διάπλασή του: ~ καρπός, μεστός. || Aδρά χαρακτηριστικά (προσώπου), όχι λεπτά αλλά έντονα και ευδιάκριτα. || (Περιγράφω) σε αδρές γραμμές, σε γενικές αλλά και ευδιάκριτες γραμμές. Aδρύ περίγραμμα. || πλουσιοπάροχος, υψηλός: Aδρά αμοιβή. ~ μισθός. αδρά & (λόγ.) αδρώς EΠIPP: Aμείβεται ~, πλουσιοπάροχα.
Ετυμολογία : αρχ. ἁδρός· μσν. αδρύς < αρχ. ἁδρ(ός) μεταπλ. -ύς κατά τα επιθ. σε -ύς· λόγ. < αρχ. *ἁδρῶς (μαρτυρείται στο συγκρ. ἁδροτέρως)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αδρά κοιλιακή μαρμαρυγή
Σχετικά κείμενα
18 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.10 δευτερόλεπτα