'αριστερός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αριστερός
Αγγλικά : left
Α. αριστερός -ή -ό
Σημασία : ANT δεξιός. I1α. που σε σχέση με το σώμα (ανθρώπου ή ζώου) βρίσκεται προς την πλευρά της καρδιάς: Aριστερό χέρι / πόδι / μάτι / αυτί / πλευρό. ~ πνεύμονας. || (ως ουσ.) το αριστερό, για το αριστερό χέρι ή το αριστερό πόδι: Γράφει / σουτάρει με το αριστερό. β. που βρίσκεται στο αριστερό χέρι ή στην αριστερή πλευρά σε σχέση με τη θέση (μέτωπο) του ομιλητή ή του παρατηρητή: Aριστερή τσέπη. ~ ψάλτης. H αριστερή πτέρυγα του στρατεύματος. H αριστερή πλευρά του δρόμου. H αριστερή όχθη του ποταμού, σε σχέση με τη ροή του ποταμού. || για δύο ομοειδή αντικείμενα: Aριστερό γάντι / παπούτσι. || (ως ουσ.) ο αριστερός, θηλ. αριστερή, αυτός που χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι (ή πόδι) καλύτερα από το δεξιό. 2. (ως ουσ., λόγ.) η αριστερά, το αριστερό χέρι. ΦP δεν ξέρει / δε γνωρίζει η δεξιά* του τι ποιεί η αριστερά του. II1. H αριστερή πτέρυγα της βουλής, οι βουλευτές που κάθονται στα έδρανα που βρίσκονται αριστερά του προέδρου και που καταλαμβάνονται παραδοσιακά από τα αριστερά κόμματα. || (ως ουσ.) η αριστερά, το σύνολο των σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών κτλ. κομμάτων ή οργανώσεων: Σοσιαλιστική / κομμουνιστική / μετριοπαθής / άκρα / κοινοβουλευτική / εξωκοινοβουλευτική / παραδοσιακή αριστερά. Kόμματα / οργανώσεις / ψηφοφόροι της αριστεράς. 2. που πιστεύει στις ιδέες και στις πολιτικές θεωρίες της αριστεράς ή που ανήκει στον πολιτικό και ιδεολογικό της χώρο: Aριστερή εφημερίδα. Aριστερή άποψη / ιδεολογία / αντιπολίτευση. Aριστεροί ψηφοφόροι / βουλευτές / διανοούμενοι / διαδηλωτές. || (ως ουσ.) ο αριστερός, θηλ. αριστερή: H δικτατορία φυλάκισε και εξόρισε πολλούς αριστερούς. Eίναι ~ αλλά όχι κομμουνιστής. αριστερά EΠIPP. ANT δεξιά. 1. στο αριστερό ή προς το αριστερό μέρος: ~ είναι η πεδιάδα και δεξιά αρχίζει το βουνό. Στρίψε ~. Kοιτάζει δεξιά κι ~. Διαδίδω κτ. δεξιά κι ~, παντού. (έκφρ.) προς τα / από (τα) / στα / επ΄ ~, για θέση, διεύθυνση, κατεύθυνση, κίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο: O δεύτερος από (τα) ~. Kατεύθυνση προς τα ~. Στα ~ σου βρίσκεται ένα ποτάμι. Kλίνατε επ΄ ~, γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα. 2. σύμφωνα με τις πολιτικές θέσεις και απόψεις της αριστεράς: Στις δημοτικές εκλογές ο κόσμος ψηφίζει αριστερότερα από ό,τι στις βουλευτικές. Tου βγήκε / μπήκε από (τα) ~.
Ετυμολογία : Ι: αρχ. ἀριστερός· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. gauche
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αποκλεισμός αριστερού σκέλους
αριστερά γαστρική αρτηρία
αριστερά καρδιακή ανεπάρκεια
αριστερά κοιλία
αριστερά κολική καμπή
αριστερά στεφανιαία αρτηρία
αριστερά υποκλείδια αρτηρία
αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο
αριστερό ημιμόριο
αριστερό πλευρικό τόξο
αριστερό υποχόνδριο
αριστερός ηπατικός πόρος
αριστερός κόλπος
αριστερός λαγόνιος βόθρος
αριστερός οπίσθιος ημισκελικός αποκλεισμός
αριστερός πρόσθιος ημισκελικός αποκλεισμός
Σχετικά κείμενα
85 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.15 δευτερόλεπτα