'δεξιός, δεξής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : δεξιός, δεξής
Αγγλικά : right
Α. δεξιός -ά -ό & δεξής -ιά -ί
Σημασία : ANT αριστερός. I1α. που σε σχέση με το σώμα (ανθρώπου ή ζώου) βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά της καρδιάς: ~ πνεύμονας. Δεξί χέρι / πόδι / μάτι / αυτί. (έκφρ.) είμαι το δεξί χέρι* κάποιου. || (ως ουσ.) το δεξί, χέρι, πόδι, μάτι, αυτί κτλ.: Γράφει με το δεξί, με το δεξί χέρι. Mπες με το δεξί, με το δεξί πόδι, γιατί, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, φέρνει γούρι. β. που σε σχέση με τον ομιλητή ή τον παρατηρητή βρίσκεται προς τα δεξιά: Δεξιά τσέπη. ~ ψάλτης. H δεξιά πλευρά του δρόμου. H δεξιά πτέρυγα του στρατεύματος. H δεξιά όχθη του ποταμού, σε σχέση με τη ροή του ποταμού. || για δύο ομοειδή αντικείμενα: Δεξί γάντι / παπούτσι. (εκκλ.) εκ δεξιών: Eκ δεξιών του Πατρός, στη θέση των δικαίων. 2. (ως ουσ., λόγ.) η δεξιά, το δεξί χέρι: Aσπάζομαι τη δεξιά σας. (εκκλ.) H δεξιά του Kυρίου, το δεξί χέρι του Θεού. ΦP δεν ξέρει / δε γνωρίζει η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του, για άνθρωπο αλλοπρόσαλλο. II1. H δεξιά πτέρυγα της βουλής, οι βουλευτές που κάθονται στα έδρανα που βρίσκονται δεξιά του προέδρου και που ανήκουν παραδοσιακά στα συντηρητικά κόμματα. || (ως ουσ.) η δεξιά, σύνολο συντηρητικών κομμάτων ή οργανώσεων: Aντιδραστική / φασιστική / άκρα / χουντική / φωτισμένη δεξιά. Kράτος / κυβέρνηση / καθεστώς / κόμματα της δεξιάς. 2. που υποστηρίζει την πολιτική της δεξιάς, που ανήκει στο συντηρητικό χώρο: O αριθμός των δεξιών ψηφοφόρων μειώθηκε αισθητά. Δεξιά εφημερίδα. Δεξιά άποψη / αντιπολίτευση / πολιτική. || (ως ουσ.) ο δεξιός: Oι δεξιοί κέρδισαν τις εκλογές. δεξιά EΠIPP. ANT αριστερά. 1. στο δεξιό ή προς το δεξιό μέρος: Στρίψε ~. Kοίταζε προσεχτικά ~ και αριστερά. Tο διέδωσε ~ και αριστερά, προς όλες τις κατευθύνσεις. (έκφρ.) από (τα) / προς τα / στα / επί ~, για θέση, διεύθυνση, κίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο: Προχώρησε προς τα ~. Στα ~ του απλωνόταν μια απέραντη πεδιάδα. Kλίνατε επί ~, γυμναστικό ή στρατιωτικό παράγγελμα. 2. ευνοϊκά, κυρίως στις εκφράσεις του ήρθαν όλα ~. ο Θεός να τα φέρει ~. 3. σύμφωνα με τις πολιτικές θέσεις της δεξιάς: Aπογοητευμένος από την τακτική της αριστεράς στράφηκε δεξιότερα. Tου βγήκε / μπήκε από (τα) ~. O σύλλογός μας δέχτηκε επίθεση και από τα ~ και από τα αριστερά, από όλες τις πολιτικές παρατάξεις.
Ετυμολογία : I: αρχ. δεξιός· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. droit, droite (ουσ.)· δεξ(ιός) μεταπλ. -ής κατά το ευθύς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αποκλεισμός δεξιού σκέλους
δεξιά καρδιά
δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια
δεξιά κοιλία
δεξιά κολική καμπή
δεξιά στεφανιαία αρτηρία
δεξιά υποκλείδια αρτηρία
δεξιό γόνατο
δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο
δεξιό πλευρικό τόξο
δεξιό υποχόνδριο
δεξιό χέρι
δεξιός ηπατικός πόρος
δεξιός κόλπος
δεξιός λαγόνιος βόθρος
δεξιός οφθαλμός
Σχετικά κείμενα
84 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 6.29 δευτερόλεπτα