'αιμορραγία του υαλώδους σώματος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αιμορραγία του υαλώδους σώματος
Αγγλικά : vitreous haemorrhage
Α. λιπαρός -ή -ό
Σημασία : που περιέχει λίπος: Λιπαρές ουσίες. || Λιπαρό δέρμα. Λιπαρά μαλλιά, που εκκρίνουν σμήγμα. || (χημ.) Λιπαρά έλαια / οξέα. Λιπαρές ενώσεις / ύλες. || (ως ουσ.) τα λιπαρά, ουσίες που περιέχουν λίπος: Tο γάλα περιέχει λιπαρά. Γιαούρτι / τυρί με λίγα λιπαρά.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. λιπαρός & σημδ. γαλλ. matière grasse, αγγλ. fat
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
έξω πτερυγοειδής μύς
έσω πτερυγοειδής μύς
πτερυγίζων τρόμος, πτερυγοειδής τρόμος
πτερυγοειδές άγκιστρο
πτερυγοειδής/aliform
πτερυγοειδής/pterygoid
πτερυγοειδής μύς
Σχετικά κείμενα
19 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.68 δευτερόλεπτα