Αναζήτηση / Search
'πτερυγοειδής'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : πτερυγοειδήςΑγγλικά : aliformΑ. λιπαρός -ή -όΣημασία : που περιέχει λίπος: Λιπαρές ουσίες. || Λιπαρό δέρμα. Λιπαρά μαλλιά, που εκκρίνουν σμήγμα. || (χημ.) Λιπαρά έλαια / οξέα. Λιπαρές ενώσεις / ύλες. || (ως ουσ.) τα λιπαρά, ουσίες που περιέχουν λίπος: Tο γάλα περιέχει λιπαρά. Γιαούρτι / τυρί με λίγα λιπαρά. Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. λιπαρός & σημδ. γαλλ. matière grasse, αγγλ. fatΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςαιμορραγία/haemorrhage, bleedingαιμορραγία ανωτέρου πεπτικού συστήματοςαιμορραγία κατωτέρου πεπτικού συστήματοςαιμορραγία της γέφυρας, γεφυρική αιμορραγίααιμορραγία της παρεγκεφαλίδας, παρεγκεφαλιδική αιμορραγίααιμορραγία του πολφούαιμορραγία του υαλώδους σώματοςαιμορραγία των ούλωναιμορραγία των ούλων, ουλική αιμορραγίαακατάσχετη αιμορραγίαγαστρεντερική αιμορραγίαεγκεφαλική αιμορραγίαενδοεγκεφαλική αιμορραγίαενδοκρανιακή αιμορραγίαενδοπαρεγχυματική αιμορραγίαεσωτερική αιμορραγίαμαζική αιμορραγίαμικροσκοπική αιμορραγίαοπισθοπεριτοναϊκή αιμορραγίαπνευμονική αιμορραγίαυπαραχνοειδής αιμορραγίαυποσκληρίδια αιμορραγία
Σχετικά κείμενα 19 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.56 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×