Αναζήτηση / Search

  

 

'δευτερογενές φυλετικό χαρακτηριστικό'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : δευτερογενές φυλετικό χαρακτηριστικό
Αγγλικά : secondary sexual characteristic




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αρχέγονος ουρογεννητικός κόλποςουρογεννητική λοίμωξηουρογεννητικό σύστημαουρογεννητικό τρίγωνοουρογεννητικός/urogenital, genitourinaryουρογεννητικός αδέναςουρογεννητικός κόλπος



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 0.82 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία