'καρδιακός ρυθμός, καρδιακή συχνότητα, ρυθμός της καρδιάς, συχνότητα της καρδιάς'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : καρδιακός ρυθμός, καρδιακή συχνότητα, ρυθμός της καρδιάς, συχνότητα της καρδιάς
Αγγλικά : heart rate, HR
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καρδιακή αρρυθμία, αρρυθμία της καρδίας, διαταραχή του καρδιακού ρυθμού
σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, ΣΜΝ
σεξουαλική αναπαραγωγή
σεξουαλική ανεπάρκεια
σεξουαλική διέγερση
σεξουαλική δραστηριότητα
σεξουαλική δυσλειτουργία
σεξουαλική επίθεση
σεξουαλική επιθυμία
σεξουαλική κακοποίηση
σεξουαλική συμπεριφορά
σεξουαλική ταυτότητα
σεξουαλική ωρίμανση
σεξουαλική ωριμότητα
σεξουαλικό σπόριο
σεξουαλικός/sexual
σεξουαλικός προσανατολισμός
σεξουαλικός σύντροφος
συνουσία, σεξουαλική επαφή
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.95 δευτερόλεπτα