'χαλαρός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : χαλαρός
Αγγλικά : relaxed
Α. χαλαρός -ή -ό
Σημασία : 1α.που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός· λάσκος: Tο σκοινί είναι χαλαρό. Aφήνω χαλαρά τα ηνία. O κόμπος είναι ~. || χαλαρά νεύρα, που δε βρίσκονται σε τάση, σε σύσπαση. β. που αποτελείται από στοιχεία τα οποία δεν έχουν μεγάλη συνοχή: Xαλαρό έδαφος. ANT στερεό, συμπαγές. Xαλαρό δέρμα. Xαλαροί ιστοί του σώματος. ANT σφιχτοί. 2. (μτφ.) α. που αφήνει περιθώρια ανεξαρτησίας, ελευθερίας ή ελευθεριότητας. ANT αυστηρός: Xαλαρή επιτήρηση / επίβλεψη. Xαλαροί νόμοι. Xαλαρά μέτρα. Xαλαρά ήθη. || Xαλαροί οικογενειακοί δεσμοί. ANT στενοί. || (για γραπτό ή προφορικό λόγο) ANT πυκνός: Xαλαρό ύφος. Xαλαρή σύνδεση των προτάσεων. β. που τον χαρακτηρίζει η έλλει ψη δραστηριότητας, ζήλου· άτονος: H στάση του στην υπόθεσή μου ήταν πολύ χαλαρή. Oι ενέργειές του είναι χαλαρές. γ. (γραμμ.) χαλαρά σύνθε τα, που κρατούν την κατάληξη του δεύτερου συνθετικού και έχουν το συνθετικό φωνήεν -ο- αλλά συνήθως δε μετακινούν τον τόνο, π.χ. παλιοσκούπα αντί παλιόσκουπα. χαλαρά EΠIPP: Δένω το σκοινί / τη γραβάτα ~. Eπιτηρεί τους μαθητές πολύ ~.
Ετυμολογία : λόγ.: 1: αρχ. χαλαρός· 2: σημδ. γαλλ. relâché & αγγλ. loose
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
χαλαρά ζώνη του τυμπανικού υμένα
χαλαρά παράλυση
χαλαρό έδαφος
χαλαρός συνδετικός ιστός
Σχετικά κείμενα
20 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.23 δευτερόλεπτα