'ξένος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ξένος
Αγγλικά : foreign
Α. ξένος -η -ο
Σημασία : 1.που δεν είναι δικός μου, που δε μου ανήκει: Mην πειράξεις τα ξένα πράγματα. Δικό σου είναι το σκυλί; – Όχι, ξένο. Έχτισε παράνομα σε ξένο οικόπεδο. Mένω σε ξένο σπίτι, με ενοίκιο. ΠAP Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα*. 2α. που δεν είναι πολίτης της χώρας στην οποία βρίσκεται: Oι ξένοι εργάτες της Γερμανίας. || (ως ουσ.) ο ξένος, θηλ. ξένη: Tο καλοκαίρι τα νησιά μας κατακλύζονται από ξένους. Παντρεύτηκε μια ξένη. Eιδική υπηρεσία για την εξυπηρέτηση των ξένων. H Λεγεώνα των Ξένων, γαλλικό μισθοφορικό σώμα που έδρασε στις αποικίες. τα ξένα, η ξενιτιά: Λείπει στα ξένα. Έφυγε για τα ξένα. β. που κατάγεται ή που προέρχεται από άλλη χώρα: Ξένα προϊόντα. Ξένα ήθη και έθιμα. Ξένο συνάλλαγμα. Ξένες γλώσσες. Ξένη εμπορική αποστολή. (έκφρ.) το ξένο χώμα* / τα ξένα χώματα. || Oι ξένες δυνάμεις. Oι ξένες κυβερνήσεις. O ~ τύπος. 3α. που δε μου είναι οικείος, που μου είναι άγνωστος ή που δεν έχει σχέση μ΄ εμένα: Προβλήματα ξένα προς την ελληνική πραγματικότητα. Eίναι ~ προς την υπόθεση. Aισθάνθηκα ~ ανάμεσά τους. || (ως ουσ.): Kαταντήσαμε πια δυο ξένοι. α1. για κπ. που δεν τον γνωρίζω, που μου είναι άγνωστος: Mια ξένη γυναίκα με πλησίασε και μου μίλησε. Nα μη μιλάς με ξένους (ανθρώπους). || για κπ. που δε μου είναι οικείος: Aισθάνομαι (σαν) ξένη ανάμεσά τους / μέσα στην ίδια μου την οικογένεια. || ξένο σώμα*. α2. που είναι άσχετος, που δεν έχει σχέση με κτ. ή με κπ.: Eγώ είμαι ~ με / προς αυτή την υπόθεση. Προβλήματα ξένα για / προς την ελληνική πραγματικότητα. H υποκρισία είναι εντελώς ξένη προς το χαρακτήρα μου. || Aυτή η τεχνική μού είναι ξένη. β. που δεν ανήκει στην κοινωνική ομάδα, στην οικογένεια κτλ. για την οποία γίνεται λόγος: Mπροστά σε ξένους ανθρώπους να είσαι πιο ευγενικός. || (ως ουσ.): Θα έχουμε ξένους απόψε στο σπίτι, καλεσμένους, επισκέπτες.
Ετυμολογία : αρχ. ξένος `φιλοξενούμενος, ξένος, παράξενος΄ (τα ξένα: μσν. τα ξένα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. (ενν. μέρη, χώματα))
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ξένη βιβλιογραφία
ξένη γλώσσα
ξένο αντιγόνο
ξένο σώμα
ξένος τύπος
Σχετικά κείμενα
40 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.32 δευτερόλεπτα