Σημασία : αυτός που συνδέεται με κπ. με σχέσεις (βιολογικής ή θεσμικής) συγγένειας: Στενός / κοντινός / μακρινός ~. Έχει καλούς / πλούσιους συγγενείς. ~ πρώτου / δεύτερου / τρίτου βαθμού. Πή γε να επισκεφθεί τους συγγενείς του. Eιδοποιήθηκαν οι πλησιέστεροι συγ γενείς του νεκρού. ΦP φτωχός ~: α. για κπ. που μειονεκτεί, που είναι ή που αισθάνεται κατώτερος, υποδεέστερος σε σχέση με κπ. άλλο. β. για κτ. που μειονεκτεί, που είναι κατώτερο, υποδεέστερο σε σχέση με κτ. άλ λο.