Αναζήτηση / Search

  

 

'σπονδυλικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : σπονδυλικός
Αγγλικά : vertebral


Α. σπονδυλικός -ή -ό

Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στους σπονδύλους ή που αποτελείται από σπονδύλους. || Σπονδυλική στήλη, στα σπονδυλωτά ζώα, το κεντρικό τμήμα του σκελετού και μτφ. ο άξονας γύρω από τον οποίο αρθρώνεται ένα σύνολο: H σπονδυλική στήλη μιας θεωρίας / ενός κοινωνικού συστήματος.

Ετυμολογία : λόγ. σπόνδυλ(ος) -ικός μτφρδ. γαλλ. (colonne) vertébrale

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

κάταγμα σπονδύλου, σπονδυλικό κάταγμασπονδυλική απόφυση, απόφυση του σπονδύλουσπονδυλική αρτηρίασπονδυλική στένωσησπονδυλική στήλησπονδυλικό σώμα, σώμα του σπονδύλουσπονδυλικό τόξο, τόξο του σπονδύλουσπονδυλικό τρήμα, μεσοσπονδύλιο τρήμασπονδυλικός σωλήνας



Σχετικά κείμενα

2 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.40 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία