'ανοσοβλαστικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ανοσοβλαστικός
Αγγλικά : immunoblastic
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αγκυλοστομίαση, λοίμωξη από αγκυλόστομα
ακτινομυκητίαση, ακτινομύκωση, λοίμωξη από ακτινομύκητα, λοίμωξη από ακτινομύκητες
αλτερναρίαση, λοίμωξη από αλτερνάρια
αμοιβαδική λοίμωξη
αμοιβάδωση, λοίμωξη από αμοιβάδα, λοίμωξη από αμοιβάδες
αναερόβια λοίμωξη
απειλητική για την ζωή λοίμωξη
ασκαριδίαση, λοίμωξη από ασκαρίδα
ασπεργίλλωση, λοίμωξη από ασπέργιλλο
ασυμπτωματική λοίμωξη
βακτηριακή λοίμωξη, λοίμωξη από βακτήρια
γαστρεντερική λοίμωξη, λοίμωξη του γαστρεντερικού συστήματος
γεννητική λοίμωξη, λοίμωξη των γεννητικών οργάνων
γονοκοκκική λοίμωξη, λοίμωξη από γονόκοκκο
γυναικολογική λοίμωξη
δερματική λοίμωξη, λοίμωξη του δέρματος
δερματοφυτική λοίμωξη, λοίμωξη από δερματόφυτο, λοίμωξη από δερματόφυτα
διαπλακουντιακή λοίμωξη
ελμινθίαση, ελμινθική λοίμωξη, λοίμωξη από έλμινθες
εμβρυϊκή λοίμωξη, λοίμωξη του εμβρύου
ενδοκοιλιακή λοίμωξη
ενδοκυτταρική λοίμωξη
ενδομητρική λοίμωξη
ενδονοσοκομειακή λοίμωξη
ενδοπεριτοναϊκή λοίμωξη
εντερική λοίμωξη, λοίμωξη του εντέρου
εντεροκοκκική λοίμωξη, λοίμωξη από εντερόκοκκο
εξωνοσοκομειακή λοίμωξη, λοίμωξη της κοινότητας
επιλόχεια λοίμωξη
επίμονη λοίμωξη
ερλιχίωση, λοίμωξη από ερλίχια
ερπητική λοίμωξη
ευκαιριακή λοίμωξη
εχινοκοκκίαση, εχινοκόκκωση, λοίμωξη από εχινόκοκκο
ιογενής λοίμωξη
κλωστηριδιακή λοίμωξη, λοίμωξη από κλωστηρίδια
κρυπτοκόκκωση, λοίμωξη από κρυπτόκοκκο, κρυπτοκοκκική λοίμωξη
κρυπτοσποριδίαση, λοίμωξη από κρυπτοσπορίδιο
λεγιονέλλωση, λοίμωξη από λεγιονέλλα
λεϊσμανίαση, λοίμωξη από λεϊσμάνια
λοίμωξη/infection
λοίμωξη ανωτέρου αναπνευστικού
λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό
λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, αναπνευστική λοίμωξη
λοίμωξη του δέρματος
λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος
μετεγχειρητική λοίμωξη
μηνιγγιτιδοκοκκική λοίμωξη, λοίμωξη από μηνιγγιτιδόκοκκο
μικροβιακή ενδοκαρδίτιδα, ενδοκαρδιακή λοίμωξη
μικροβιακή λοίμωξη, λοίμωξη από μικρόβιο
μικροβιακή μηνιγγίτιδα, μηνιγγική λοίμωξη
μπαμπεσίωση, λοίμωξη από μπαμπέσια
μπαρτονέλλωση, λοίμωξη από μπαρτονέλλα
μπορρελίωση, μπορελίωση, λοίμωξη από μπορρέλια
μυκητίαση, μυκητιασική λοίμωξη, λοίμωξη από μύκητα, λοίμωξη από μύκητες
μυκοβακτηριδιακή λοίμωξη, λοίμωξη από μυκοβακτηρίδιο, λοίμωξη από μυκοβακτηρίδια
μυκοπλασματική λοίμωξη, λοίμωξη από μυκόπλασμα
νεογνική λοίμωξη, λοίμωξη του νεογνού
νεφρική λοίμωξη
νοκαρδίαση, νοκαρδίωση, λοίμωξη από νοκάρδια
νοσοκομειακή λοίμωξη
οδοντογενής λοίμωξη
οισοφαγική λοίμωξη, λοίμωξη του οισοφάγου
οξεία βακτηριακή λοίμωξη
οξεία λοίμωξη
οστική λοίμωξη, λοίμωξη του οστού
ουρογεννητική λοίμωξη
ουρολοίμωξη, λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, λοίμωξη της ουροφόρου οδού
οφθαλμική λοίμωξη, λοίμωξη του οφθαλμού, λοίμωξη των οφθαλμών
παρασιτική λοίμωξη, λοίμωξη από το παράσιτο, λοίμωξη από τα παράσιτα
παρασίτωση, λοίμωξη από παράσιτο, λοίμωξη από παράσιτα
περικαρδιακή λοίμωξη, λοίμωξη του περικαρδίου
περιοδοντική λοίμωξη, λοίμωξη του περιοδοντίου
πνευμονιοκοκκική λοίμωξη, λοίμωξη από πνευμονιόκοκκο
πολυμικροβιακή λοίμωξη
πρωτοζωική λοίμωξη, λοίμωξη από πρωτόζωο, λοίμωξη από πρωτόζωα
πυελική λοίμωξη, λοίμωξη της πυέλου
πυογόνος λοίμωξη
ρικετσιακή λοίμωξη, λοίμωξη από ρικέτσια, λοίμωξη από ρικέτσιες
ρικετσίωση, λοίμωξη από ρικέτσια
σιγκέλλωση, λοίμωξη από σιγκέλλα
σπειροχαίτωση, λοίμωξη από σπειροχαίτες
σταφυλοκοκκίαση, λοίμωξη από σταφυλόκοκκο
σταφυλοκοκκική λοίμωξη, λοίμωξη από σταφυλόκοκκο
στρεπτοκοκκίαση, λοίμωξη από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική λοίμωξη, λοίμωξη από στρεπτόκοκκο
συγγενής λοίμωξη
συστηματική λοίμωξη
σχιστοσωμίαση, βιλχαρζίαση, λοίμωξη από σχιστόσωμα
τοξοπλάσμωση, λοίμωξη από τοξόπλασμα
τρεπονημάτωση, λοίμωξη από τρεπόνημα
τριχομονάδωση, λοίμωξη από τριχομονάδα
τρυπανοσωμίαση, λοίμωξη από τρυπανόσωμα
υφομυκητίαση, υφομύκωση, λοίμωξη από υφομύκητα, λοίμωξη από υφομύκητες
φαρυγγική λοίμωξη
χλαμυδιακή λοίμωξη, λοίμωξη από χλαμύδια
χρόνια λοίμωξη
Σχετικά κείμενα
3 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.06 δευτερόλεπτα