'πρωτοπαθής αμηνόρροια, πρωτογενής αμηνόρροια'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πρωτοπαθής αμηνόρροια, πρωτογενής αμηνόρροια
Αγγλικά : primary amenorrhoea
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αριστερός πρόσθιος ημισκελικός αποκλεισμός
γωνία του προσθίου θαλάμου
έμφραγμα του προσθίου τοιχώματος του μυοκαρδίου, πρόσθιο έμφραγμα του μυοκαρδίου, πρόσθιο έμφραγμα
επίπεδο της πρόσθιας βάσης του κρανίου
κυστεομητρικό κόλπωμα, πρόσθιος χώρος του Douglas
πρόσθια αναστομωτική αρτηρία
πρόσθια άνω λαγόνια άκανθα
πρόσθια εγκεφαλική αρτηρία
πρόσθια κάτω παρεγκεφαλιδική αρτηρία
πρόσθια κλινοειδής απόφυση
πρόσθια κνημιαία αρτηρία, πρόσθια κνημιαία
πρόσθια νωτιαία αρτηρία
πρόσθια ραγοειδίτιδα
πρόσθια ρινική άκανθα
πρόσθιες ηθμοειδείς κυψέλες
πρόσθιο δεμάτιο του νωτιαίου μυελού, πρόσθια δέσμη του νωτιαίου μυελού
πρόσθιο κέρας του νωτιαίου μυελού
πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα
πρόσθιο μεσοθωράκιο
πρόσθιος/anterior
πρόσθιος επιμήκης σύνδεσμος
πρόσθιος επιπωματισμός
πρόσθιος θάλαμος
πρόσθιος θόλος του κόλπου, πρόσθιος θόλος
πρόσθιος κνημιαίος μύς, πρόσθιος κνημιαίος
πρόσθιος κρανιακός βόθρος
πρόσθιος λοβός της υπόφυσης, αδενοϋπόφυση
πρόσθιος νευρόπορος
πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος
Σχετικά κείμενα
3 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.54 δευτερόλεπτα