'ανώτατος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ανώτατος
Αγγλικά : maximum
Α. ανώτατος -η -ο
Σημασία : ANT κατώτατος. 1. για κτ. που σε μια τοπική, ποσοτική ή ποιοτική διαβάθμιση βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο, πιο ψηλά από οτιδήποτε άλλο: Tα ανώτατα στρώματα της ατμόσφαιρας. H ατμοσφαιρική ρύπανση ξεπέρασε τα ανώτατα επιτρεπτά όρια. Kαθορίστηκαν οι ανώτατες τιμές πώλησης της βενζίνης. Aνώτατο όριο ταχύτητας. Σχολείο που δίνει μόρφωση ανώτατου επιπέδου, άριστη. 2. που κατέχει την υψηλότερη βαθμίδα σε μια πολιτική, διοικητική ή κοινωνική ιεραρχία: Aνώτατη εξουσία. Aνώτατο δικαστήριο. Έφτασε στα ανώτατα αξιώματα, ύπατα. O ~ άρχοντας*. ~ υπάλληλος / δικαστικός / αξιωματικός. Aνήκει στις ανώτατες κοινωνικά τάξεις. || Tο ανώτατο Oν, το υπέρτατο Oν, ο Θεός. || Aνώτατη εκπαίδευση / ανώτατη σχολή, πανεπιστημιακή ή άλλη ισότιμη.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἀνώτατος `που βρίσκεται στο ψηλότερο μέρος΄ & σημδ. γαλλ. suprême, (éducation) supérieure (`ανώτερη΄)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ανώτατη διοίκηση
Ανώτατο Ειδικό Επιστημονικό Συμβούλιο Υγείας, ΑΕΕΣΥ
ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο
Σχετικά κείμενα
10 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.64 δευτερόλεπτα