'αρνητικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αρνητικός
Αγγλικά : negative
Α. απαραίτητος -η -ο
Σημασία : που είναι απόλυτα αναγκαίος, που τον χρειάζεται κάποιος οπωσδήποτε ή που δεν μπορεί να γίνει κτ. χωρίς αυτόν: Πρέπει πρώτα να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. H παρουσία σου στο δικαστήριο κρίνεται απαραίτητη. Δεν έχει τα απαραίτητα εφόδια / τις απαραίτητες γνώσεις. Mας έγινες ~. || Eίναι απαραίτητο να…, πρέπει: Eίναι απαραίτητο να σε δω σήμερα. || (ως ουσ.) τα απαραίτητα, ό,τι χρειαζόμαστε στην καθημερινή ζωή: Nα ΄χαμε τουλάχιστον τα απαραίτητα δε θα παραπονιόμασταν. απαραίτητα & απαραιτήτως EΠIPP οπωσδήποτε: Πρέπει ~ να έχετε μαζί σας την αστυνομική ταυτότητα.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἀπαραίτητος `που δε συγκινείται με προσευχές, αδυσώπητος΄ σημδ. γαλλ. inévitable, indispensable· λόγ. < αρχ. ἀπαραιτήτως
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο, ΜΣΑΦ
μη στεροειδής
στεροειδές φάρμακο, στεροειδές
στεροειδής/steroid
στεροειδής ορμόνη
Σχετικά κείμενα
243 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.75 δευτερόλεπτα