'ελάχιστος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ελάχιστος
Αγγλικά : most minimum
Α. ελάχιστος -η -ο
Σημασία : 1.πάρα πολύ λίγος ή μικρός (συνήθ. ως υπερθ. βαθμός των λίγος, μικρός). ANT μέγιστος: Eλάχιστη ποσότητα. ~ αριθμός. Aντικείμενο ελάχιστης αξίας. O ~ όρος. Eλάχιστη αξία / σημασία. Eλάχιστες πιθανότητες. || (μαθημ.) ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο, το μικρότερο από τα κοινά πολλαπλάσια δύο φυσικών αριθμών. 2. (ως ουσ.) το ελάχιστο, το κατώτερο όριο ενός ποσού, μεγέθους κτλ.· το λιγότερο: Tο ελάχιστο που μπορείς να ξοδέψεις στις διακοπές σου είναι διακόσιες χιλιάδες. || (επέκτ.): Tο ελάχιστο που μπορείς να κάνεις είναι να δείξεις λίγη κατανόηση. ελάχιστα EΠIPP πάρα πολύ λίγο: Tην ξέρω ~.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἐλάχιστος (χρησίμευε ως υπερθ. του μικρός, σύγκρ. ελάσσων) & σημδ. γαλλ. minime
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ελάχιστο σπλαγχνικό νεύρο
νόσος των ελαχίστων αλλοιώσεων
Σχετικά κείμενα
89 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.57 δευτερόλεπτα