'διφορούμενος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : διφορούμενος
Αγγλικά : ambiguous
Α. διφορούμενος -η -ο
Σημασία : για λόγο ηθελημένα ασαφή, ο οποίος μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά, κατά περίπτωση: Oι χρησμοί ήταν διφορούμενοι. H απάντησή του ήταν διφορούμενη. διφορούμενα EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. διφορούμενος (συλλογισμός) `συλλογισμός με ταυτόσημη πρόταση ως προϋπόθεση΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
διφορούμενο γεννητικό όργανο
διφορούμενο εξωτερικό γεννητικό όργανο
Σχετικά κείμενα
4 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.12 δευτερόλεπτα