Αναζήτηση / Search

  
Αντιδιουρητική ορμόνη (ADH)
Αντιδιουρητική ορμόνη (ADH)
Αντιδιουρητική ορμόνη (ADH)
Αντιδιουρητική ορμόνη (ADH)
Αντιδιουρητική ορμόνη (ADH)
Αντιδιουρητική ορμόνη (ADH)
Αντιδιουρητική ορμόνη (ADH)

 

 

Η αντιδιουρητική ορμόνη (antidiuretic hormone, ADH) συντίθεται στον υποθάλαμο του εγκεφάλου. Μέσω των νευραξόνων των νευρικών κυττάρων του υπεροπτικού και παρακοιλιακού πυρήνα του υποθαλάμου, φθάνει στον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης, όπου αποδεσμεύεται στην κυκλοφορία. Ονομάζεται επίσης και βαζοπρεσσίνη. Πρόκειται για μια πεπτιδική ορμόνη που αποτελείται από εννέα αμινοξέα.

Το φυσιολογικό ερέθισμα για την έκκριση της αντιδιουρητικής ορμόνης είναι η αύξηση της ωσμωτικότητας του εξωκυττάριου υγρού, που συνήθως είναι αποτέλεσμα της αφυδάτωσης. Τα νευρικά κύτταρα του υποθαλάμου έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται την αύξηση της συγκέντρωσης των ηλεκτρολυτών στο αίμα, που οφείλεται στην απώλεια του διαλυτικού μέσου, δηλαδή του νερού. Σε μια τέτοια κατάσταση αντιδρούν με δύο τρόπους. Πρώτον, επάγουν το αίσθημα της δίψας, που εξαναγκάζει τον οργανισμό σε πόση ύδατος και δεύτερον, επάγουν την έκκριση της αντιδιουρητικής ορμόνης. Στόχος δράσης της ορμόνης αυτής είναι οι νεφροί. Συγκεκριμένα δρα σε ένα υποδοχέα της επιφάνειας των αθροιστικών σωληναρίων του νεφρού. Εκεί βοηθά στην επαναρρόφηση του ύδατος από το πρόουρο. Με τον τρόπο αυτό παράγονται λίγα και πυκνά ούρα, με αποτέλεσμα ο οργανισμός να εξοικονομεί νερό.

Ένα δεύτερο ερέθισμα για την έκκριση αντιδιουρητικής ορμόνης είναι η μείωση του εξωκυττάριου όγκου, όπως για παράδειγμα μπορεί να συμβεί σε καταστάσεις μεγάλης αιμορραγίας και ολιγαιμικού shock. Στις περιπτώσεις αυτές ο οργανισμός αντιδρά με μεγάλη έκκριση αντιδιουρητικής ορμόνης. Σε μεγάλες συγκεντρώσεις της ορμόνης εμφανίζεται και μια δεύτερη δράση της, η αγγειοσυσπαστική. Τότε, με την αγγειοσύσπαση, η οποία επιτυγχάνεται με τη δράση της στους λείους μυς των αγγείων, επιδιώκεται η διατήρηση, κατά το δυνατόν, μιας σταθερής τιμής αρτηριακής πίεσης, για να μην διαταραχθεί η αιμάτωση των ζωτικών οργάνων.

Σε πολλές καταστάσεις διαταράσσεται η φυσιολογική ρύθμιση της έκκρισης της αντιδιουρητικής ορμόνης. Για παράδειγμα, στον άποιο διαβήτη είτε δεν εκκρίνεται αντιδιουρητική ορμόνη (κεντρικός άποιος διαβήτης), είτε αυτή δεν έχει δράση στους νεφρούς (νεφρογενής άποιος διαβήτης). Στις καταστάσεις αυτές ο οργανισμός κινδυνεύει από την αφυδάτωση και την υπερνατριαιμία (λόγω της αύξησης της συγκέντρωσης των ηλεκτρολυτών). Από την άλλη πλευρά, στο σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης (SIADH, syndrome of inappropriate antidiuretic hormone secretion), παράγονται μεγαλύτερες ποσότητες αντιδιουρητικής ορμόνης απ’ό,τι χρειάζεται, με συνέπεια την αραίωση του πλάσματος και την υπονατριαιμία (λόγω της ελάττωσης της συγκέντρωσης των ηλεκτρολυτών).


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία


Σας παρακαλούμε να απαντήσετε στο απλό ερώτημα "Θα συνιστούσατε στους φίλους σας και στους γνωστούς σας να επισκεφτούν την Πύλη και να διαβάσουν το συγκεκριμένο κείμενο;" Η απλή αυτή ερώτηση (Business Week, Lanuary 20, 2006 - quoting a Harvard Business Review article) μπορεί να καταδείξει την απήχηση της συγκεκριμένης ιστοσελίδας, σχετικά με το αν επιτελεί το έργο για το οποίο έχει σχεδιαστεί. Βαθμολογήστε στην κλίμακα από 0 εώς 10. Η βαθμολογία σας θα καταχωρηθεί αυτομάτως.