Η εκκριματίνη αυξάνει την έκκριση από το πάγκρεας, τα χοληφόρα και τους δωδεκαδακτυλικούς αδένες του Brunner. Οι εκκρίσεις των αδένων αυτών είναι αλκαλικές (πλούσιες σε διττανθρακικά), με αποτέλεσμα την εξουδετέρωση του όξινου πεπτικού χυμού. Παράλληλα, εμποδίζεται η έκκριση οξέος από το στομάχι, με την αναστολή της έκκρισης γαστρίνης από τα G κύτταρα του βλεννογόνου του στομάχου.
Το ουδέτερο pH είναι το κατάλληλο για την ενεργοποίηση των παγκρεατικών ενζύμων (παγκρεατική αμυλάση, παγκρεατική λιπάση κ.α.) που θα συνεχίσουν τη διεργασία της διάσπασης της τροφής σε μικρομοριακές ουσίες. Από τη άλλη πλευρά, προστατεύεται ο βλεννογόνος του εντέρου από την ανάπτυξη εγκαυμάτων από το οξύ, καθώς δεν διαθέτει μηχανισμούς προστασίας, αντίστοιχους με εκείνους του γαστρικού βλεννογόνου.