Αναζήτηση / Search

  
Μέθοδοι doping και ελέγχου αυτού
Μέθοδοι doping και ελέγχου αυτού
Μέθοδοι doping και ελέγχου αυτού
Μέθοδοι doping και ελέγχου αυτού
Μέθοδοι doping και ελέγχου αυτού
Μέθοδοι doping και ελέγχου αυτού
Μέθοδοι doping και ελέγχου αυτού

 

 

«Στον αθλητισμό γίνεται ένας πόλεμος εργαστηρίων. Αυτών που προσπαθούν να ανιχνεύσουν τις ουσίες κατά αυτών που επιδιώκουν να ανακαλύπτουν νέες, οι οποίες δεν θα ανιχνεύονται στα ούρα ή σε δείγματα αίματος των αθλητών. Και πάντα προηγούνται τα δεύτερα». Αυτό γραφόταν ήδη από τη δεκαετία του 1980, όταν οι γνώσεις όλων των ειδικών, πόσο μάλλον των δημοσιογράφων, για το ντόπινγκ ήταν σε εμβρυϊκό επίπεδο.

Πλέον, η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων σε αθλητικές διοργανώσεις διεθνούς ή παγκοσμίου επιπέδου κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών και μεθόδων, με σκοπό να βελτιώσει την απόδοσή της και να γίνει ανταγωνιστικότερη. Το κόστος για την ικανοποίηση αυτών των φιλοδοξιών είναι πολύ μεγάλο, στοιχίζοντας σε μερίδα αθλητών ακόμη και τη ζωή τους. Βεβαίως, είναι αυτονόητο ό, τι κίνητρο και τελικός στόχος αυτής της παράτολμης ενέργειας είναι, εκτός από την απόκτηση δόξας, η υπέρμετρη οικονομική επιβράβευση και ενδεχόμενα, μια εξαιρετικά προσοδοφόρα επαγγελματική αποκατάσταση.

Στις απαγορευμένες μεθόδους ντόπινγκ, συγκαταλέγεται η ύπνωση. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται σπάνια στα διάφορα αθλήματα, παρά την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητά της σε άλλους τομείς ιατρικής επέμβασης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ό,τι η αθλητική επίδοση είναι ένα πολυπαραγοντικής δράσης αποτέλεσμα που σχετίζεται άμεσα με την ελαχιστοποίηση ανασταλτικών παραγόντων (ψυχοσυναισθηματική κατάσταση), ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης, συγχρονισμός πνεύματος και σώματος, εύρος δυνατοτήτων του αθλητή.

Μια ακόμη υπό απαγόρευση μέθοδος παρέμβασης και θεωρούμενη ως ντοπάρισμα είναι η Μυϊκή Διέγερση με Ηλεκτρόδια. Η Ηλεκτρομυϊκή διέγερση (Electro Muscular Stimulation) είναι πολύ δημοφιλής εδώ και χρόνια. Συνδυασμός αυτής και της μεθόδου Εξωτερικής Χορήγησης Παλμών (External Cardio Pulse) κατέληξε στην νέα εξωτερικής εφαρμογής μέθοδο γνωστή ως Cardio Resonance Stimulation (CRS).

Η μέθοδος αυτή συνίστασται στην εφαρμογή ηλεκτρικών παλμών σε ένα μεμονωμένο μυ ή ομάδα μυών με ρυθμιζόμενη συχνότητα, ώστε να επιφέρει μέγιστη μυϊκή σύσπαση χωρίς τον ελάχιστο πόνο. Ο ηλεκτρισμός επιτρέπει την αύξηση της μυϊκής μάζας χωρίς κατανάλωση ενέργειας, δηλαδή ελάχιστη κόπωση. Έρευνες απέδειξαν ό,τι, κατόπιν εφαρμογής της μεθόδου, η δυναμικότητα των αθλητών βελτιώθηκε κατά 7% και τα όρια κοπώσεως σχεδόν διπλασιάστηκαν.

Στην Λίστα Απαγορευμένων Ουσιών και Μεθόδων Ντόπινκγ, έτσι όπως αυτή δημοσιεύτηκε από το Διεθνές Πρακτορείο Αντι-Ντόπινγκ (World Anti-Doping Agency) στις 25 Νοεμβρίου 2003, συγκαταλέγεται και η Επαγωγή Μεταφοράς Οξυγόνου. Επιστημονικά, έχουν καταγραφεί δύο διαφορετικοί τρόποι εφαρμογής της μεθόδου αυτής, οι οποίοι είναι οι εξής:

α. Ντόπινκγ Αίματος (Blood doping)

Αναφέρεται στην χορήγηση αυτόλογου, ομόλογου ή ετερόλογου αίματος, ερυθρών αιμοσφαιρίων και/η σχετικών προϊόντων, χορήγηση τεχνητών φορέων οξυγόνου (πολυχλωριωμένων παραγώγων) ή διαστολέων πλάσματος, εκτός πλαισίων νόμιμης ιατρικής θεραπείας.

β.Χορήγηση σκευασμάτων που επάγουν την πρόσληψη, μεταφορά ή διάθεση οξυγόνου.

Αναφέρεται στην λήψη τροποποιημένων παραγώγων αιμοσφαιρίνης (αιμοσφαιρίνη βοείου προελεύσεως, σταυροσυνδεδεμένη αιμοσφαιρίνη, ενθυλακωμένα προϊόντα αιμοσφαιρίνης, υπερφθοριωμένα παράγωγα).

Κατόπιν εφαρμογής της μεθόδου, καθίσταται σαφές ό,τι αυξάνεται η παροχή οξυγόνου προς μύς και λειτουργικά όργανα με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση του αθλητή, συνεπώς και την αισθητή βελτίωση της δυναμικότητάς του.

Ως ντοπάρισμα είναι ευρέως γνωστή και η Φαρμακολογική, Χημική και Φυσική Τροποποίηση, η οποία συνίσταται στη χρήση ουσιών και μεθόδων, οι οποίες αλλοιώνουν, επιχειρούν να αλλοιώσουν ή αναμένεται άμεσα να αλλοιώσουν την ακεραιότητα των δειγμάτων ούρων. Ουσίες που δρούν ως αναφέρεται είναι π.χ. τα καλυπτικά αντιδραστήρια. Μέθοδοι κατ’ αντιστοιχία δρασης, αποτελούν ο καθετηριασμός, η υποκατάσταση ούρων, η αλλοίωση ούρων καθώς και η αναστολή της νεφρικής λειτουργίας.

Τέλος, πλέον πρόσφατη μορφή ενισχυτικής παρέμβασης θεωρείται το γονιδιακό ντόπινγκ. Ορίζεται ως τέτοιο ή χρήση, εκτός θεραπευτικής σκοπιμότητας, γονιδίων και/ή γενετικών στοιχείων που έχουν την δυνατότητα να βελτιώσουν την αθλητική επίδοση. Δείγματα αυτού του είδους doping δεν έχουν ανιχνευθεί, ενώ ερευνητές και αθλητικοί φορείς φοβούνται ό,τι γενετικά τροποποιημένοι αθλητές θα εμφανισθούν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008 στο Πεκίνο.

Το γονιδιακό ντόπινγκ εγείρει μείζονα προβληματισμό εξαιτίας της πολυδιάστατης δυνατότητας εφαρμογής του, καθώς και της πολυπλοκότητας και του πολυέξοδου της ανίχνευσής του. Μια γενετική τροποποίηση δύναται να αυξήσει τον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων στον οργανισμό κάποιου. Όντας κύτταρα που μεταφέρουν οξυγόνο στο λοιπό σώμα, η απόδοση αυτού στην αεροβική άσκηση είναι σαφώς υψηλότερη. Επιπλέον, υπάρχουν γονίδια τα οποία επηρεάζουν την μυική ανάπτυξη. Προκαλούν υπερδιέγερση της διαδικασίας αύξησης της μυικής μάζας, ενώ παράλληλα η συνεχή παραγωγή δεδομένων ορμονών λόγω γονιδιακής τροποποίησης λειτουργεί ενισχυτικά στην διατήρηση της μυικής δύναμης ανεξάρτητα από το πέρας του χρόνου. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ό,τι ένας γενετικά τροποποιημένος αθλητής δύναται να αναρρώνει ταχύτερα από ενδεχόμενους τραυματισμούς.

Έντονο σημείο προβληματισμού πάνω στο θέμα του γονιδιακού ντόπινγκ αποτελεί το γεγονός ό,τι κατόπιν της εισαγωγής και της ενεργοποίησης του «πλεονάζοντος» γονιδίου, η απενεργοποίηση αυτού επιβάλλεται, αρχικά για την αποφυγή πρόκλησης σωματικής βλάβης στον αθλητή και δευτερευόντως, για την μη ανιχνευσιμότητά του σε επικείμενους ελέγχους Anti-Doping.

Οι περισσότεροι Διεθνείς Αθλητικοί Οργανισμοί εισήγαγαν τους ελέγχους anti-doping την δεκαετία του 1970. Η χρήση αναβολικών ουσιών είχε αρχίσει να γνωστοποιείται, ειδικότερα σε διοργανώσεις επίδειξης δύναμης, καθώς δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί τρόπος ανίχνευσής τους. Μια αξιόπιστη μέθοδος ανίχνευσης εφαρμόστηκε τελικά το 1974 και η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) πρόσθεσε τα αναβολικά στην λίστα με τις απαγορευμένες ουσίες το 1976. Αυτό είχε σαν εξαγώμενο την ραγδαία αύξηση του αριθμού των στερούμενων συμμετοχής αθλητών σε ποικίλες διοργανώσεις στα τέλη του 1970. Η πραγμάτωση της βελτίωσης των μεθόδων anti-doping ολοκληρώθηκε γύρω στα 1970-1980, ιδιαίτερα ενισχυμένη προς αυτή την κατεύθυνση από υποψίες σχετικές με κρατικά επιδοτούμενες μελέτες doping από μερικές χώρες. Η πιο διαβόητη περίπτωση ντοπαρίσματος γύρω στο 1980 αφορούσε τον Ben Johnson, πρωταθλητή σε αγώνες δρόμου 100μ. ο οποίος, κατόπιν υποβολής σε έλεγχο, βρέθηκε θετικός στη χρήση στανοζολόλης (αναβολικού παράγοντα) στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988. Το ανωτέρω συμβάν πυρπόλησε το ενδιαφέρον του κόσμου σχετικά με το doping στο μέγιστο βαθμό. Παρατηρείται δε προφανής σχέση μεταξύ των πιο αποτελεσματικών μεθόδων anti-doping που εφαρμόστηκαν και πρωτόγνωρης μείωσης των κορυφαίων επιδόσεων σε διάφορα αθλήματα στις αρχές του 1990, ιδιαίτερα στο στίβο.

Καθώς ο εργαστηριακός αγώνας υπέρ του εντοπισμού απαγορευμένων ουσιών φαίνεται να βαίνει καλώς, το μέτωπο του αντι-ντόπινγκ ελέγχου αρχίζει παράλληλα να στρέφεται προς το ντόπινγκ αίματος. Η «αιματολογική ενίσχυση», δηλαδή η αφαίρεση και διαδοχική επανεισαγωγή του αίματος του αθλητή λαμβάνει χώρα με σκοπό να αυξήσει τα επίπεδα των φορέων οξυγόνου (αιμοσφαιρίνη), στις αρχές του 1970. Η ΔΟΕ όρισε αυτού του είδους την μετάγγιση αίματος ως απαγορευμένη μέθοδο ντόπινγκ το 1986. Παρόλα αυτά, εναλλακτικοί τρόποι αύξησης των επιπέδων της αιμοσφαιρίνης μελετώνται. Ένας εξ’ αυτών η ερυθροποιητίνη (erythropoietin), γνωστή ως ΕΡΟ, η οποία συμπεριλήφθηκε στην λίστα απαγορευμένων ουσιών και μεθόδων ντόπινκγ το 1990. Η μάχη εντοπισμού της ΕΡΟ καθυστέρησε πολύ να δοθεί εξαιτίας της ανεπάρκειας σύστασης ενός αξιόπιστου τεστ ανίχνευσής της. Ένα τέτοιο τέστ, βασισμένο σε συνδυασμό εξέτασης αιματολογικών δειγμάτων και δειγμάτων ούρων, εφαρμόστηκε παρθενικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϋ το 2000.

Στη συνέχεια, παρατίθονται στατιστικά δεδομένα τα οποία αφορούν χειμερινές και θερινές περιόδους Ολυμπιακών Αγώνων από το 1968 έως το 2002, σχετικά με τη διενέργεια ελέγχων αντι-ντόπινγκ και τα δείγματα που βρέθηκαν θετικά.

Έλεγχος κατά τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες.

Έτη

Αριθμός Ελέγχων

Αριθμός Θετικών Δειγμάτων

1968

100

0

1972

300

1

1976

250

2

1980

450

0

1984

400

1

1988

500

1

1992

550

0

1994

550

0

1998

600

0

2002

1800

6

Όπως καταδεικνύουν οι στατιστικές των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, στο πέρας των χρόνων ο αριθμός των δειγμάτων προς εξέταση συνεχώς αυξάνεται, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ό,τι πράγματι βρισκόταν υπό εξέλιξη η προσπάθεια διεξαγωγής αποτελεσματικότερου αντι-ντόπινγκ. Επιπλέον, η βελτίωση των μεθόδων ανίχνευσης καρποφόρησε μιας και βλέπουμε ό,τι το 2002 εντοπίστηκε ο μεγαλύτερος αριθμός θετικών δειγμάτων εν συγκρίσει με προηγούμενες χρονικές περιόδους. Στα ίδια συμπεράσματα φτάνουμε ρίχνοντας μια ματιά και στα στατιστικά δεδομένα από τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες.

Έλεγχος Doping κατά τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες

Έτη

Αριθμός Ελέγχων

Αριθμός Θετικών Δειγμάτων

1968

650

1

1972

2100

7

1976

800

11

1980

600

0

1984

1500

12

1988

1600

10

1992

1800

5

1996

1900

2

2000

2800

11

Στα πλαίσια ελέγχου αντι-ντόπινγκ, ως έχει οριστεί στον Διεθνή Κώδικα Αντι-Ντόπινγκ από το Διεθνές Πρακτορείο Αντι-Ντόπινγκ, διεξάγονται έλεγχοι δύο κατηγοριών: Εντός και Εκτός Συναγωνισμού. Στο πρώτο είδος ελέγχου ο αθλητής επιλέγεται και υποβάλλεται σε τέστ σε συνδυασμό με ένα συγκεκριμένο άθλημα. Στην Εκτός Συναγωνισμού διαδικασία ελέγχου ο αθλητής επιλέγεται τυχαία και εξετάζεται με τεστ που δεν είναι απαραίτητα εξειδικευμένο στο άθλημά του. Προς ανίχνευση ουσίες στην Εκτός Συναγωνισμού περίοδο αποτελούν οι αναβολικοί παράγοντες, τα διουρητικά, οι πεπτιδικές ορμόνες και όλες οι απαγορευμένες μέθοδοι. Στην Εντός Συναγωνισμού περίοδο ανιχνεύονται διεγερτικά, ναρκωτικά, αναβολικοί παράγοντες, διουρητικά, πεπτιδικές ορμόνες καθώς και όλες οι απαγορευμένες μέθοδοι, επίσης.

Δείγματα που υπόκεινται σε έλεγχο αποτελούν τα κάτωθι συλλεγόμενα βιολογικά υγρά: ούρα (κυρίως) και αίμα (έμμεση ανίχνευση rEPO). Για την λήψη των προς εξέταση δειγμάτων εργάζονται εξουσιοδοτημένες ομάδες πιστοποιημένες κατά ISO9001/2000 και ISOPAS18873. Οι διαδικασίες δειγματοληψίας πρέπει να ακολουθώνται αυστηρά και επακριβώς ως έχουν οριστεί από το πρωτόκολλο του Διεθνούς Πρακτορείου Αντι-Ντόπινγκ, ούτως ώστε να αποφεύγεται η νόθευση των δειγμάτων, η εμφάνιση σφάλματος δείγματος και η παράβαση της ασφάλειας και του εμπιστευτικού.

Οι συνοδοί των αθλητών ειδοποιούνται για την ενδεχόμενη επιλογή του αθλητή τους σε υποβολή ελέγχου. Οι ίδιοι επιβεβαιώνουν την ταυτότητά του αθλητή και τον συνοδεύουν στο σταθμό διεξαγωγής του ελέγχου. Όταν τα δείγματα συλλεγούν, η επακόλουθη διαδικασία είναι εξαιρετικής σημασίας για την διατήρηση του δείγματος αναλλοίωτο. Αρχικά, το δείγμα ελέγχεται για ρΗ και συγκεκριμένη περιεκτικότητα και μετά υπόκεινται σε επεξεργασία κατάλληλη, ώστε να αποσταλεί στα εργαστήρια για ανίχνευση απαγορευμένων ουσιών. Αξίζει να σημειωθεί ό,τι προ της αποστολής του δείγματος προς εργαστηριακό έλεγχο, λαμβάνεται ιατρικό ιστορικό. Τοιουτοτρόπως, δίνεται η δυνατότητα στον αθλητή να διευκρινίσει οποιαδήποτε ουσία του έχει χορηγηθεί εντός πλαισίων νόμιμης ιατρικής θεραπείας. Η ανάλυση των δειγμάτων πραγματοποιείται σε 32 διαπιστευμένα από τη ΔΟΕ εργαστήρια, τα οποία είναι:

Country

City

Head of the Laboratory

Address

Australia

Sydney

Dr. Rymantas Kazlauskas, Director

Australian Sports Drug Testing Laboratory (ASDTL), Australian Government, E-mail: ray.kazlauskas@agal.gov.au

Austria

Seibersdorf

Dr. Günter Gmeiner, Head of the Laboratory

ARC Seibersdorf research GmbH, Doping Control Laboratory, Email: guenter.gmeiner@arcs.ac.at

Belgium

Ghent

Prof. Dr. F.T. Delbeke, Director

Doping Control Laboratory, Ghent University, E-mail: frans.delbeke@Ugent.be

Brazil

Rio de Janero

Prof. Dr. Francisco Radler De Aquino Neto, Director

LABDOP-LADETEC/IQ-UFRJ, Centro de Technologia-Bloco A – Sala 607 Ilha do Fundão-Cidade Universitária, E-mail:ladetec@iq.ufrj.br

Canada

Montreal

Prof. Christiane Ayotte, Director

Laboratoire de contrôle du dopage INRS – Institut Armand-Frappie, E-mail: christiane.ayotte@inrs-iaf.uquebec.ca

People’s Republic of China

Beijing

Dr. Moutian Wu, Director

China Doping Control Center National Research Institute of Sports Medicine, E-mail: moutianw@public.bta.net.cn

Colombia

Bogota

Dr. Gloria Gallo Isaza, Director

Laboratorio de Control al Dopaje del Instituto Colombiano del Deporte : E-mail: coldel01@col1.telecom.com.cogigal2003@yahoo.es

Cuba

Havana

Dr. M. Jose Granda Fraga, Director

Antidoping Laboratory Sports Medicine Institute, E-mail: antidop@inder.co.cu

Czech Republic

Prague

Dr. R. Slechtova, Head of the Laboratory

General Faculty Hospital Department of Doping Control, E-mail: odkusm@mbox.vol.cz

Finland

Helsinki

Mr. Antti Leinonen, Technical Director

United Laboratories Ltd Doping Control Laboratory, E-mail: antti.leinonen@yhtyneetlaboratoriot.fi

France

Paris

Dr. Jacques de Ceaurriz, Director

Laboratoire National de Dépistage du Dopage CREPS, E-mail: Direction@Indd.com

Germany

Cologne

Prof. Wilhelm Schanzer, Director

German Sports University Institute of Biochemistry, E-mail : schaenzer@biochem.dshs-koeln.de

Germany

Kreischa

Prof. Klaus Müller, Director

Institut für Doping Analytik und Sportbiochemie, E-mail: rkm@idas-kreischa.deinfo@idas-kreischa.de

Great Britain

London

Prof. David Cowan, Director

Drug Control Centre King’s College London The Franklin-Wilkins Building, E-mail : david.cowan@kcl.ac.uk

Greece

Athens

Dr. Costas Georgakopoulos, Director

Olympic Athletic Center of Athens ”Spiros Louis” Doping Control Laboratory of Athens 37, Kifissias Ave. GR – 15123 Maroussi/Athens Greece Tel.: (30.210) 686 85 49 Fax: (30.210) 683 40 21, E-mail:oaka@compulink.gr

Italy

Roma

Dr. Francesco Botre, Scientific Director

Federazione Medico Sportiva Italiana Laboratorio Antidoping FMSI, E-mail: antidoping.lab@flashnet.it

Japan

Tokyo

Dr. Makoto Ueki, Scientific Director

Mitsubishi Kagaku Bio-clinical Laboratories, Inc. Doping control laboratory, E-mail: wd3m-uek@asahi-net.or.jp

Korea

(PHASE I)*

Seoul

Dr. Myungsoo Kim, Director

Doping Control Center Korea Institute of Science and Technology (KIST), E-mail:msk3380@kist.re.kr

*Φάση 1η : Το κάθε εργαστήριο προσωρινά αποκλείεται από τον διεθνή έλεγχο. Σε εθνικό επίπεδο (τα δείγματα να προέρχονται από την χώρα όπου εντοπίζεται το εργαστήριο), το εργαστήριο μπορεί να διεξάγει το στάδιο των προσανατολιστικών δοκιμασιών (screening tests), αλλά δείγματα που έχουν βρεθεί θετικά για χρήση ουσίας, πρέπει να επιβεβαιώνονται από επιπλέον εγκεκριμένο από τον οργανισμο WADA, εργαστήριο. Το σχετικό δεύτερο δείγμα θα εξεταστεί από το εγκεκριμένο εργαστήριο και θα παρέχει την επιβεβαίωση ή μη και για το αρχικό δείγμα.

Malaysia

Penang

Dr. Aishah A. Latiff, Director

Doping Control Centre Universiti Sains Malaysia, E-mail: aishah@dcc.usm.my

Norway

Oslo

Prof. Dr. P. Hemmersbach, Scientific Director

Hormone Laboratory, Section for Doping Analysis, E-mail: Peter.Hemmersbach@farmasi.uio.no Doping@H-Lab.no

Portugal

Lisbon

Prof. Douwe De Boer, Scientific Director

Laboratório de Análises e Dopagem Av. Professor Egas Moniz (Estádio Universitário), E-mail:cmd.lisboa@mail.telepac.pt

Republic of South Africa

Bloemfontein

Dr. Pieter J. van der Merwe, Director

South African Doping Control Laboratory Department of Pharmacology University of the Free State, E-mail:gnfmpvdm.md@mail.uovs.ac.za

Russia

Moscow

Dr. Vitaly Semenov, Director

Antidoping Centre Moscow Doping Control Laboratory Elizavetinskii projezd, 10, E-mail: antidope@rol.ru

Spain

Barcelona

Prof. Jordi Segura, Director

INSTITUT MUNICIPAL D’INVESTIGACIÓ MÈDICA, (IMIM) Unitat de Recerca en Farmacologia, E-mail:jsegura@imim.es

Spain

Madrid

Dr. Augstin-Francisco Rodriguez Cano, Director

Laboratorio de Control del Dopaje Consejo Superior de Deportes, E-mail: agustinf.rodriguez@csd.mec.es

Sweden

Stockholm

Dr. Mats Garle, Scientific Director

Huddinge University Hospital Doping Control Laboratory, C2-68 Department of Clinical Pharmacology, E-mail:dopinglab@hs.se mats.garle@hs.se

Switzerland

Lausanne

Dr. Martial Saugy, Director

Laboratoire Suisse d’Analyse du Dopage, Institut universitaire de edicine légale, Rue du Bugnon 21, E-mail: LAD.Central@hospvd.ch, Martial.Saugy@hospvd.ch

Thailand

Bankok

Dr. T. Anukarahanonta, Director

National Doping Control Centre Mahidol University, E-mail: sctan@mahidol.ac.th

Tunisia

Tunis

Prof. Kamel Bouzouita, Director

Laboratoire National de Contrôle des Médicaments, E-mail: Kamel.bouzouita@rns.tn

Turkey

Ankara

Prof. Dr. M. A. Temizer, Director

Turkish Doping Control Center Hacettepe University, E-mail: aytekint@hacettepe.edu.tr tdkmmaster@hacettepa.edu.tr

United States of America

Los Angeles

Prof. Don Catlin, Director

UCLA School of Medicine University of California, Los Angeles UCLA Olympic Analytical Laboratory, E-mail:dcatlin@ucla.edu

Καθένα από τα εργαστήρια ανάλυσης ουσιών ντόπινγκ, οφείλει να πληρεί ορισμένες προδιαγραφές που σχετίζονται τόσο με τον εξοπλισμό του, όσο με τις πρότυπες αναλυτικές μεθόδους και δοκιμασίες που εφαρμόζει.

Ο βασικός εργαστηριακός εξοπλισμός απαρτίζεται από:

  1. Διάταξη Αέριο-υγροχρωματογραφίας (Gas-Liquid Chromatography) .
  2. Χρωματογραφία λεπτής στιβάδας ( Thin Layer Chromatography
  3. Φασματογράφος Μάζας (Mass Spectrograph - Μ.S.), κατά προτίμηση συνδεδεμένος με ένα αέριο-υγροχρωματογράφο (G.L.C.) και έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή (com).
  4. Υγρή Χρωματογραφία Υψηλής Απόδοσης (High Performance Liquid Chromatography - H.P.L.C.).
  5. R.I.A. /I.R.M.A. και αυτοματοποιημένη διάταξη Elisa.
  6. Διάταξη Ανοσοηλεκτροφόρησης (Immunoelectrophoresis applicator)

Οι μέθοδοι ανίχνευσης που χρησιμοποιούνται στο εργαστήριο είναι πολύπλοκοι και απαιτούν υψηλού κόστους τεχνολογική υποδομή, αλλά και δεδομένη εμπειρογνωσία του αναλυτή. Κάθε ουσία απαιτεί πολλές φορές ειδική μέθοδο απομόνωσης και προσδιορισμού (π.χ. οι αμφεταμίνες απαιτούν τελείως διαφορετική μέθοδο απομόνωσης απ’ ό,τι η κοκκαΐνη, μολονότι εμφανίζουν και οι δύο διεγερτική δράση), συχνά δε και διαχωρισμού όταν έχει ληφθεί μείγμα ουσιών και κάθε ουσία απαιτεί ξέχωρη και ειδική αξιολόγηση.

Γενικά, η μεθοδολογία ακολουθεί δύο αλληλοδιάδοχα στάδια, τα οποία είναι τα εξής:

  1. Το στάδιο των προσανατολιστικών δοκιμασιών (screening tests)
  2. To στάδιο της ταυτοποίησης και του προσδιορισμού των ουσιών doping.

Το στάδιο των προσανατολιστικών δοκιμασιών

Χρησιμοποιούνται σύγχρονες τεχνικές όπως η T.L.C., η E.M.I.T., η R.I.A., σάρωση στο U.V. ακόμη και σταγονοδεικτικές (spot tests), που δείχνουν, κατά τρόπο γενικό, αν το ελεγχόμενο δείγμα περιέχει ή όχι κάποια ουσία και ειδικότερα από τις απαγορευμένες. Είναι αυτονόητο ότι η αξιολόγηση ενός προσανατολιστικού τεστ απαιτεί ιδιαίτερη εμπειρία, προσοχή και σύνεση. Η R.I.A. επί παραδείγματι λόγω της μεγάλης της ευαισθησίας δίνει ψευδώς θετικά αποτελέσματα (false positive results) για αναβολικά στεροειδή, ειδικά στις αθλήτριες που κάνουν χρήση αντισυλληπτικών χαπιών, και στο U.V. οι αμφεταμίνες απορροφούν στα ίδια μήκη κύματος με την πεθιδίνη.

Το screening αποτελεί απαραίτητη προδοκιμασία και δεν πρέπει να ξεχνιέται ό,τι:

Η οριστική ταυτοποίηση των ουσιών doping απαιτεί ανάλυση με φασματογράφο μάζας. Ως προσανατολιστικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται οι ακόλουθες:

1. Για τις πτητικές ουσίες doping: η G.L.C. με ειδικό ανιχνευτή αζώτου (N-FID) και χρωματογραφική στήλη Apiezon L,με Chromosorb-w, εκπλυμένο με αλκάλι, απενεργοποιημένη με Ipegal ή Carbowax 20M.

2. Για τις πολύ πτητικές ουσίες doping: μετά από όξινη υδρόλυση, εκχύλιση σε ρΗ 9,5 σχηματισμό παραγώγου, η G.L.C. με OV 17 με Chromosorb Q και ανίχνευση με ειδικό ανιχνευτή αζώτου ή με ειδικό ανιχνευτή μάζας.

3. Για τα αναβολικά στεροειδή:

3.1 Ελεύθερα στεροειδή: Μετά από εκχύλιση σε ρΗ 8,0-9,0 σχηματισμός Trimethyl-Silylate παραγώγου και ανίχνευση με ειδικό ανιχνευτή μάζας.

3.2 Συνδεδεμένα στεροειδή: Μετά από ενζυμική υδρόλυση, εκχύλιση, σχηματισμό Trimethyl-Silylate παραγώγου και ανίχνευση με ειδικό ανιχνευτή μάζας. Ως εναλλακτική μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εκχύλιση του ελεύθερου και του συνδεδεμένου κλάσματος (μπορεί να χρησιμοποιηθεί XAD-2), μετά να διαχωρισθούν τα κλάσματα, να κατεργασθούν και να αναλυθούν, όπως περιγράφεται παραπάνω.

3.3 Μετά την κατάλληλη προετοιμασία του δείγματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί η R.I.A. Πρέπει να σημειωθεί ό,τι η R.I.A. σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να δώσει ψευδώς θετικά αποτελέσματα, δηλαδή δίχως να έχουν ληφθεί αναβολικά στεροειδή, αλλά και ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα, παρά τη λήψη των ουσιών αυτών.

4. Για την ερυθροποιητίνη:

4.1. Στο αίμα ανιχνεύεται έμμεσα μέσω του ελέγχου των αιματολογικών παραμέτρων (δικτυοερυθροκύτταρα,φερριτίνη).

4.2. Στα ούρα ανιχνεύεται άμεσα μέσω του διαχωρισμού της εξωγενούς συνθετικής ΕΡΟ από την ενδεχόμενη φυσική με τεχνική ανοσοηλεκτροφόρησης.

Το αυτοραδιογράφημα των ισοηλεκτρικών μορφών της εξωγενούς ΕΡΟ αποτελείται από περισσότερο όξινες ταινίες σε σχέση με το αντίστοιχο της ενδογενούς ΕΡΟ.

5. Για τα διουρητικά:

Τρεις διάδοχες εκχυλίσεις σε όξινο, ουδέτερο και αλκαλικό ρΗ, παραγωγοποίηση προς μεθυλο-παράγωγα και ανάλυση με GC/MSD,ή ανάλυση χωρίς παραγωγοποίηση με LC/MS/MS

To στάδιο της ταυτοποίησης και του προσδιορισμού των ουσιών doping.

Οι πιο σύγχρονες μέθοδοι ταυτοποίησης και προσδιορισμού είναι η αεριο-υγροχρωματογραφία (G.L.C.), η υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (H.P.L.C.), και ο συνδυασμός αερίου χρωματογραφίας με φασματοσκοπία μάζης (G.C./M.S).

Η αέριος χρωματογραφία (G.L.C.) είναι μέθοδος διαχωρισμού μειγμάτων ουσιών εξαιρετικά ευαίσθητη, ιδιότητα που την καθιστά απαραίτητη στον έλεγχο doping.

Η H.P.L.C. είναι μέθοδος που επιτυγχάνει καλύτερο διαχωρισμό μειγμάτων ουσιών, απ’ ότι η G.L.C., θεωρείται όμως ότι είναι μέθοδος λιγότερο ευαίσθητη και εκλεκτική για τις ουσίες που ελέγχονται για doping. Είναι όμως τεχνική απαραίτητη για τον προσδιορισμό και την ταυτοποίηση συγκεκριμένων ουσιών, όπως π.χ. η πεμολίνη, η οποία δεν προσδιοπρίζεται με G.L.C. λόγω θερμικής διάσπασής της στις υψηλές θερμοκρασίες που συνήθως εφαρμόζονται.

Η G.C./M.S αποτελεί το τελευταίο τεχνολογικό επίτευγμα με πολλές αναλυτικές δυνατότητες. Τα αποτελέσματά της δίνουν σε κάθε περίπτωση μια βεβαιότητα καθοριστικής σημασίας στον προσδιορισμό του doping.

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ό,τι στη ταυτοποίηση μιας ουσίας doping παρουσιάζονται δυσχέρειες. Πέραν από τη μη ειδική κατηγορία ουσιών που αναζητάται χωρίς τις περισσότερες φορές στοιχείο προσανατολισμού, την ποσότητα που έχει ληφθεί, ο χρόνος που έχει παρέλθει από τη στιγμή λήψης, τις δειγματίσεις για την ανάλυση και την ευαισθησία της μεθόδου, εντοπίζουμε συγκεκριμένες δυσκολίες που είναι οι ακόλουθες:

  1. Ο μεγάλος αριθμός των δειγμάτων που θα πρέπει να αναλυθεί σε εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα. Στους προτελευταίους Ολυμπιακούς Αγώνες χρειάστηκαν 2000 δείγματα να αναλυθούν από το αρμόδιο εργαστήριο μέσα σε 15 μέρες!
  2. Ο καθορισμός συχνά της «ένοχης» συγκέντρωσης, της στάθμης δηλαδή πάνω από την οποία η συγκέντρωση μιας ουσίας σε ένα βιολογικό υγρό μπορεί να θεωρηθεί ως doping.
  3. Η αμφισβήτηση που εδώ, στον έλεγχο doping, αποτελεί τον κανόνα. Αμφισβήτηση κακόπιστη που στο μεγαλύτερό της μέρος αφορά τη δειγματοληψία, τη φύλαξη, τη συντήρηση και όλες τις λοιπές διαδικασίες που με τη σειρά τους μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζουν το αποτέλεσμα ελέγχου.

Τέλος, υπάρχουν και «τεχνικές» doping που δεν είναι εύκολο να ελεγχθούν εργαστηριακά. Συγκεκριμένα:

ΑΡΧΕΣ ΜΕ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ DOPING

Βιβλιογραφία

  1. GOLDMAN B., KLATZ R. and GILMAN A. (1980). The Pharmacological Basis of Therapeutics. Macmillan Publ., New York.
  2. KEUL J. (1978) Sport und pharmaka . Dtsch. Med. Wochenchr 103, 1813.
  3. MOFENSON, H.S. and GREENSHER, J... (1980) Drugs in sports . N.Y. State J. Med. 80, 57.
  4. NORET A. (1981) Le Dopage. Vigot, Paris.
  5. OSEID S. (1984) Doping and athletes- Prevention and counseling. J. Allergy Clin. Immunol. 73, 735.
  6. PERCY, E.C. (1984) : Are athletes playing with drugs ? Resident and Staff Physician 30 (12) 21 PC.
  7. ZURER, P.S. (1984) Drugs in sports. Chem. Eng. News, 62, 69.
  8. ROWELL L.B. (1974). Human cardiovascular adjustments to exercise and thermal stress. Physiol. Rev 54, 75.
  9. RYAN A.J. (1984) Causes and remedies for drug misuse and abuse by athlets. J.A.M.A. 252, 517.
  10. SWEENEY G.D. (1981). Drugs-some basic basic concepts. Med. Sci. Sports 13, 247.

Εργασία που παρουσιάστηκε από τη φοιτήτρια Καβαλλάρη Ανδριάνα, με ΑΜ 200200059
στα πλαίσια του κατ'επιλογήν μαθήματος της Πειραματικής Εμβρυολογίας
Υπεύθυνη μαθήματος : Ρωξάνη Αγγελοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
Εργαστήριο Ιστολογίας και Εμβρυολογίας
Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να ανατρέξετε στον ιστότοπο του μαθήματος της Πειραματικής Εμβρυολογίας: http://www.med.uoa.gr/expembr/
Τελευταία αναθεώρηση : 1/7/2006

Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία


Σας παρακαλούμε να απαντήσετε στο απλό ερώτημα "Θα συνιστούσατε στους φίλους σας και στους γνωστούς σας να επισκεφτούν την Πύλη και να διαβάσουν το συγκεκριμένο κείμενο;" Η απλή αυτή ερώτηση (Business Week, Lanuary 20, 2006 - quoting a Harvard Business Review article) μπορεί να καταδείξει την απήχηση της συγκεκριμένης ιστοσελίδας, σχετικά με το αν επιτελεί το έργο για το οποίο έχει σχεδιαστεί. Βαθμολογήστε στην κλίμακα από 0 εώς 10. Η βαθμολογία σας θα καταχωρηθεί αυτομάτως.