Αναζήτηση / Search

  
Μύκητες και o ζυμομύκητας Candida albicans
Μύκητες και o ζυμομύκητας Candida albicans
Μύκητες και o ζυμομύκητας Candida albicans
Μύκητες και o ζυμομύκητας Candida albicans
Μύκητες και o ζυμομύκητας Candida albicans
Μύκητες και o ζυμομύκητας Candida albicans
Μύκητες και o ζυμομύκητας Candida albicans

 

 

Το Βασίλειο των Μυκήτων αποτελείται αποκλειστικά από ετερότροφους ευκαρυωτικούς μονοκύτταρους και πολυκύτταρους οργανισμούς, οι οποίοι παράγουν σπόρια και πολλαπλασιάζονται με αγενή (ασεξουαλική) ή/και εγγενή (σεξουαλική) αναπαραγωγή. Αν και το σύστημα ταξινόμησης και ονοματολογίας των μυκήτων είναι περίπλοκο, πολυπαραγοντικό και υπό διαρκή αναθεώρηση1,2, όσοι από αυτούς είναι συχνά αίτια λοιμώξεων για τον άνθρωπο είναι ευρέως γνωστοί κατά γένος και είδος όπως ο ζυμομύκητας (ζύμη) Candida albicans (Πίνακας 1).

Πίνακας 1. Νεότερη ταξινόμηση1 του ζυμομύκητα Candida albicans, γνωστού μέλους της φυσιολογικής χλωρίδας του δέρματος και των βλεννογόνων, αλλά και ευκαιριακά παθογόνου για τον άνθρωπο.

Βασίλειο:

Μύκητες

Φύλο:

Ascomycota

Κλάση:

Hemiascomycetes

Τάξη:

Saccharomycetales

Οικογένεια:

Candidaceae

Γένος:

Candida

Είδος:

Candida albicans

Ο ζυμομύκητας C. albicans είναι γνωστός και ως μύκητας που εμφανίζεται υπό δύο μορφές. Η συχνότερη μορφή, στην οποία απαντάται είτε σε καλλιέργεια (Εικ. 1Α) είτε στον ξενιστή κατά την άμεση μικροσκόπηση κλινικού υλικού από τις στοματικές ή άλλες βλάβες (Εικ. 1Β), είναι ως μονοκύτταρα βλαστοκύτταρα. Όμως υπό τις κατάλληλες συνθήκες, όπως για παράδειγμα στη θερμοκρασία των 37°C του ανθρώπινου σώματος, απαντάται και ως πολυκύτταρος οργανισμός εκβάλλοντας από τα βλαστοκύτταρα επιμήκεις εκβλαστήσεις που σχηματίζουν ψευδοϋφές (Εικ. 1Γ). Όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος όπου αναπτύσσονται είναι δυσμενείς (πχ αλλαγή της επιφανειακής τάσης) επί των ψευδοϋφών παράγονται και ανθεκτικά σπόρια που ονομάζονται χλαμυδοσπόρια (Εικ. 1Δ).

Εικόνα 1. Μακροσκοπική και μικροσκοπική μορφολογία C. albicans. Α: Καλλιέργεια υλικού βιοψίας σε 37°C από την κάτω δεξιά γνάθο ασθενούς με Σακχαρώδη Διαβήτη και νεφρική ανεπάρκεια, όπου διακρίνονται μακροσκοπικά οι ψευδοϋφές (Ψ). Α1: Mικροσκοπική μορφολογία ψευδοϋφών (Ψ) με χρώση γαλακτοφαινόλης / κυανού του βάμβακος, αρχική μεγέθυνση Χ400. Β: βλαστοκύτταρα (ΒΚ) με εκβλάστηση (Ε). Γ: Βλαστοκύτταρα με εκβλαστήσεις (ΕΕ), εκ των οποίων η μία έχει ήδη σχηματίσει αλυσίδα από επιμήκεις εκβλαστήσεις ως ψευδοϋφή (Β και Γ χρώση γαλακτοφαινόλης / κυανού του βάμβακος, αρχική μεγέθυνση Χ1000). Δ: Μικροσκοπική μορφολογία ψευδοϋφών μετά από καλλιέργεια σε περιβάλλον με μειωμένη επιφανειακή τάση και όξινο pH επί 48 ώρες. Διακρίνονται τα ανθεκτικά χλαμυδοσπόρια (Χ) επί των ψευδοϋφών (μονιμοποίηση με γαλακτοφαινόλη, αρχική μεγέθυνση Χ400).

Candida albicans. Πολυμορφισμός και αντοχή στα αντιμυκητιασικά φάρμακα

Οι C. albicans που απομονώνονται από τους ασθενείς, εκτός από το ότι απαντώνται υπό τις δύο μορφές που προαναφέρθηκαν, παρουσιάζουν και φαινοτυπικό πολυμορφισμό3,4 (Εικ. 2). Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται φαινοτυπική υποστροφή. Ελέγχεται από γονίδια που εκφράζονται ποσοτικά, ποιοτικά και ιεραρχικά διαφορετικά σε κάθε φαινότυπο. Η ιδιότητα της υποστροφής κληρονομείται από τη μια γενεά C. albicans στην επόμενη. Προς το παρόν δεν είναι γνωστό εάν το φαινόμενο αυτό προκαλείται από τις αλλαγές που συμβαίνουν στο περιβάλλον του στοματικού βλεννογόνου, όπου συνήθως ο μύκητας συμβιώνει και όπου ενίοτε προκαλεί βλάβες. Για παράδειγμα, ποικιλόμορφοι φαινότυποι απομονώνονται από τη στοματική κοιλότητα ασθενών που πάσχουν από αυτοάνοσα νοσήματα (πχ ρευματοειδή αρθρίτιδα, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, πρωτοπαθές ή δευτεροπαθές σύνδρομο Sjogren5,6), εκείνων που υποβάλλονται σε ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία για τον έλεγχο κακοήθων όγκων ή αιματολογικών κακοήθων νοσημάτων, καθώς και ασθενών με επίκτητη ανοσοανεπάρκεια (HIV/AIDS)7 και εκείνων με πρωτοπαθές σύνδρομο ανοσοανεπάρκειας.

Το φαινόμενο της φαινοτυπικής υποστροφής θα αποτελούσε μόνο αντικείμενο έρευνας ως προς τη λοιμογόνο ικανότητα μερικών φαινοτύπων εάν μερικοί φαινότυποι (Εικ. 2) δεν συνοδεύονταν και από υψηλό βαθμό αντοχής στα αντιμυκητιασικά φάρμακα4. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι απαραίτητος ο εργαστηριακός μυκητολογικός έλεγχος για τη χορήγηση κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος σε ασθενείς με υποκείμενο αυτοάνοσο νόσημα, κακοήθεια ή ανοσοανεπάρκεια. Ο μυκητολογικός έλεγχος συνίσταται σε (α) λήψη δείγματος από τις βλάβες του στόματος, (β) απομόνωση του υπεύθυνου μύκητα και (γ) έλεγχο ευαισθησίας στα αντιμυκητιασικά φάρμακα.

Εικόνα 2. Ενδεικτικοί φαινότυποι εκ των 7 διαφορετικών που απομονώνονται από βλάβες του στόματος4. Μακροσκοπική και μικροσκοπική μορφολογία αποικιών, βλαστοκυττάρων και ψευδοϋφών στελέχους απομονωθέντος από στοματικές βλάβες ουδετεροπενικού ασθενούς υπό χημειοθεραπεία. Α: Λείος φαινότυπος. Β: αποτελούμενος κυρίως από βλαστοκύτταρα (ΒΚ) (χρώση γαλακτοφαινόλης/κυανού του βάμβακος, αρχική μεγέθυνση Χ400). Γ: Ανώμαλος ή περιελιγμένος φαινότυπος. Δ: Μικροσκοπικά οι περιελίξεις αποτελούνται κατ’ εξοχήν από ψευδοϋφές (Ψ) από τις οποίες εκφύονται σπάνια βλαστοκύτταρα (μονιμοποίηση με γαλακτοφαινόλη, αρχική μεγέθυνση Χ400). Ο περιελιγμένος φαινότυπος εμφανίζει εργαστηριακή και κλινική αντοχή στη φλουκοναζόλη4.

Ιδιότητα φαινοτυπικής υποστροφής, με συνοδό αντοχή σε ορισμένους αντιμυκητιακούς παράγοντες, παρουσιάζουν και άλλα παθογόνα είδη Candida που απομονώνονται από στοματικές βλάβες όπως τα είδη C. dubliniensis8 (Εικ 3), C. parapsilosis, C. lusitaniae9, και C. rugosa10. Το γεγονός αυτό καθιστά απαραίτητο τον ενδελεχή μυκητολογικό έλεγχο με καλλιέργειες και τον πλήρη χαρακτηρισμό των ζυμομυκήτων που απομονώνονται από βλάβες του στόματος των ομάδων ασθενών που προαναφέρθηκαν, καθώς και τον προσδιορισμό της ευαισθησίας αυτών στα αντιμυκητιασικά φάρμακα.

Κάθε φαινότυπος διαθέτει χαρακτηριστικό ηλεκτροφορητικό καρυότυπο

Ο ηλεκτροφορητικός καρυότυπος (pulsed field gel elecrophoresis-PFGE) αναδεικνύει τον αριθμό και το μέγεθος των χρωμοσωμάτων των ειδών Candida. Κάθε φαινότυπος διαθέτει χαρακτηριστικό καρυότυπο20, ο οποίος αλλάζει εφόσον το είδος Candida μεταπέσει από τον ένα φαινότυπο στον άλλον (πχ από λείο σε περιελιγμένο), όπως φαίνεται στις Εικόνες 3A και 3Β.

Εικόνα 3. Ενδεικτικός ηλεκτροφορητικός καρυότυπος C. albicans και C. parapsilosis, αιτίων καντιντίασης του στόματος20. . Ο αριθμός και το μέγεθος των χρωμοσωμάτων του περιελιγμένου φαινότυπου C. albicans (σήμανση με κόκκινα βέλη) είναι εμφανώς διαφορετικά και εμφανίζουν ποικιλομορφία στον περιελιγμένο φαινότυπο. Αντίθετα, διαφορετικά στελέχη του λείου φαινότυπου εμφανίζουν τον ίδιο καρυότυπο (διαδρομές χωρίς σήμανση με βέλη). . Διαφορετικός αριθμός και μέγεθος χρωμοσωμάτων του περιελιγμένου φαινότυπου C. parapsilosis (σήμανση με κόκκινα βέλη). Παρατηρείται ποικιλομορφία στον καρυότυπο των λείων φαινοτύπων (διαδρομές χωρίς σήμανση με βέλη).

Εικόνα 4. Μικροσκοπική εικόνα χλαμυδοσπορίων C. dubliniensis, τα οποία φέρονται χαρακτηριστικά ανά δύο επί των ψευδοϋφών. Ο τρόπος έκφυσής τους τα διαφοροποιεί από αυτά των C. albicans. (Χρώση γαλακτοφαινόλης / κυανού του βάμβακος, αρχική μεγέθυνση Χ1000).

Πολλά είδη Candida ενοχοποιούνται για βλάβες του στόματος

Στο Γένος Candida ταξινομούνται σήμερα περίπου 163 είδη εκ των οποίων τα 60 έχουν ενοχοποιηθεί ως παθογόνα για τον άνθρωπο (Εικόνα 4). Εξ αυτών, τα πλέον σπάνια παθογόνα είδη έχουν απομονωθεί από τις ομάδες ασθενών που προαναφέρθηκαν και εμφανίζουν αυξημένη κλινική και εργαστηριακή αντοχή σε ορισμένες κατηγορίες αντιμυκητιασικών φαρμάκων.

Η συχνότητα των ειδών Candida που απομονώνονται από βλάβες του στόματος στην Ελλάδα δεν διαφέρει από τη διεθνή. Βάσει δε διεθνών κριτηρίων, η θεραπεία στοματικών βλαβών για τις οποίες υπάρχει κλινική υπόνοια καντιντίασης θα πρέπει να υποστηρίζεται από ενδελεχή εργαστηριακό έλεγχο.

Είδη Candida που απομονώνονται από βλάβες του στόματος στην Ελλάδα

Η συχνότητα απομόνωσης των ειδών Candida (Εικ. 5) από ασθενείς με HIV/AIDS, σακχαρώδη διαβήτη και ασθενείς υπό ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία για κακοήθεις όγκους κεφαλής/ τραχήλου μελετήθηκε συστηματικά από το 1999 - 200611-17.

Εικόνα 5. Κατανομή ειδών Candida σε μεγάλο αριθμό ασθενών με HIV/AIDS, σακχαρώδη διαβήτη και ασθενών υπό ακτινο-χημειοθεραπεία για τον έλεγχο κακοήθων όγκων κεφαλής/τραχήλου. Το είδος C. albicans απομονώνεται σε ποσοστό 78% και ακολουθούν τα είδη C. glabrata (6,5%), C. tropicalis (6.1%), C. dubliniensis και C. kefyr (2% αντίστοιχα). Τα άλλα είδη Candida και Saccharomyces απομονώνονται σε ποσοστό 1%. © A. Velegraki

Οι βιομεμβράνες των ειδών Candida απειλούν τη στοματική υγεία

Τα περισσότερα παθογόνα είδη Candida έχουν τη δυνατότητα προσκόλλησης σε (α) πλαστικές επιφάνειες (β) ακρυλικές επιφάνειες (γ) μοσχεύματα που χρησιμοποιούνται στην οδοντιατρική, ωτορινολαρυγγολογία, ορθοπεδική και καρδιοχειρουργική και (δ) στο κοίλο καθετήρων18. Σε αυτές τις επιφάνειες τα βλαστοκύτταρα και οι ψευδοϋφες συνιστούν μυκητιακή «κοινότητα» υπό μορφή μεμβράνης (βιομεμβράνη), η οποία διαμορφώνεται και αυξάνεται επί ενός πλέγματος αποτελούμενου κυρίως από πολυμερή (μαναννοπρωτεΐνες) που κατανέμονται στην εξωτερική επιφάνεια του κυτταρικού τοιχώματος των Candida. Οι βιομεμβράνες των Candida σχηματίζονται συχνά στη στοματική κοιλότητα ατόμων με τεχνητές οδοντοστοιχίες (Εικόνα 6)19.

Εικόνα 6. Σχηματισμός βιομεμβράνης από C. albicans, C. tropicalis και C. parapsilosis σε ακρυλικό οδοντιατρικό υλικό19. 1. Προσκόλληση των Candida στην ακρυλική επιφάνεια. 2. Οργάνωση μυκητιακής «κοινότητας» και σχηματισμός δομικού πλέγματος (απεικονίζεται με μπλε χρώμα) αποτελούμενου από πολυμερή της εξωτερικής επιφάνειας του κυτταρικού τοιχώματος των Candida. 3 & 4. Αύξηση του πληθυσμού των Candida και του δομικού πλέγματος, το οποίο προστατεύει την μυκητιακή «κοινότητα» από τη φαγοκυττάρωση, μειώνει σημαντικά τη διαπερατότητα στα αντισηπτικά και τα αντιμυκητιασικά φάρμακα και συνεπώς τη θεραπευτική δράση αυτών. Η μετάβαση από τη φάση 1 στη φάση 4 πραγματοποιείται σε 96 ώρες.

Τέλος, τονίζεται ότι τα είδη Candida που αποικίζουν και στη συνέχεια προσκολλώνται στα ακρυλικά ενθέματα εντός της στοματικής κοιλότητας, αλληλεπιδρούν με τα είδη του γένους Streptococcus, ιδίως με αυτό του είδους S. gordonii19. Επί των πολυπεπτιδικών προσκολλητινών του S. gordonii διευκολύνεται ο σχηματισμός των βιομεμβρανών των Candida μέσω της αλληλεπίδρασης των βακτηριακών προσκολλητινών με τους πολυσακχαριτικούς επιφανειακούς υποδοχείς των Candida. Καθώς μεγάλο μέρος του γενικού πληθυσμού χρησιμοποιεί ποικίλα ιατρικά ενθέματα (μόνιμα ή μη), οι βιομεμβράνες των Candida αποτελούν σημαντική επιβάρυνση για τη δημόσια υγεία ιδίως λόγω της μειωμένης ανταπόκρισης των βιομεμβρανών στα τοπικά αντισηπτικά και στα αντιμυκητιασικά φάρμακα.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

  1. Barnett JA, Payne RW, Yarrow D (2000). Current Classification of Yeasts in: Yeasts: Characteristics and identification pp 15-22. Cambridge University Press, Cambridge UK.
  2. Howard DH (2003). Classification and Nomenclature. Taxonomy of the zoopathogenic fungi in: Pathogenic fungi in humans and animals pp 1-16. Bennett JW, Lemke PA (Eds) Marcell Dekker, Inc., NY, USA
  3. Velegraki A (1995). In vitro susceptibility to fluconazole and itraconazole of switch phenotypes of Candida albicans serotypes A and B, isolated from immunocompromised hosts. J Med Vet Mycol 33, 83-85.
  4. Velegraki A, Papalambrou D, Soremi S, Legakis NJ (1996). Variable antifungal susceptibility of Wild-type Candida albicans phenotypes from neutropenic hosts. Eur J Clin Microbiol Infect Dis 15, 854-860.
  5. Soliotis FC and HM Moutsopoulos (2004). Sjogren’s syndrome. Autoimmunity 37, 305-307.
  6. Radfar L, Shea MS, Fischer SH, Sankar V, Leakan RA, Baum BJ, Pillemer SR (2003). Fungal load and candidiasis in Sjogren’s syndrome. Oral Surg Oral Med Oral Pathol 96, 283-287.
  7. Nicolatou-Galitis O, Velegraki A, Paikos S, Economopoulou P, Stefaniotis T, Papanikolaou IS, Kordossis T (2004). Effect of PI-HAART on the prevalence of oral lesions in HIV-1 infected patients. A Greek study. Oral Dis 10,145-50.
  8. Velegraki A, Nicolatou O, Theodoridou M, Mostrou Gl, Legakis NJ (1999). Paediatric AIDS-related gingival erythema: A form of erythematous candidiasis? J Oral Pathol Med 28, 178-182.
  9. Kollia K, Arabatzis M, Kostoula O, Belessiotou E, Kostourou A, Lazou A, Velegraki A (2003). Clavispora (Candida) lusitaniae susceptibility profiles and genetic diversity in three tertiary hospitals (1998-2001). Int J Antimicrob Agents 22, 458-460.
  10. Koseki M, Maki Y, Matsukuko T Ohashi Y, Tsubota K (2004). Salivary flow and its relationship to oral signs and symptoms in patients with dry eyes (2004). Oral Dis 10, 75-80.
  11. Nicolatou O, Theodoridou M, Mostrou Gl, Velegraki A, Legakis N.J (1999). Oral lesions in children with perinatally acquired human immunodeficiency virus infection. J Oral Pathol Med, 28: 49-53.
  12. Nicolatou -Galitis O, Dardoufas K. Markoulatos P, Sotiropoulou -Lontou A, Kyprianou K, Kolitsi G, Pissakas G, Skarleas Ch, Kouroulias V, Papanicolaou V, Legakis N.J, Velegraki A (2001). Oral pseudomembranous candidiasis, herpes simplex virus-1 infection and oral mucositis in head and neck cancer patients receiving radiotherapy and granulocyte-macrophage colony - stimulating factor (G-MCSF) mouthwash. J Oral Pathol Med, 30: 471-480.
  13. Nicolatou-Galitis O, Sotiropoulou-Lontou A, Velegraki A, Pissakas G, Kolitsi G, Kyprianou K, Kouloulias V, Papanikolaou I, Yiotakis I, Dardoufas K (2003). Oral candidiasis in head and neck cancer patients receiving radiotherapy with amifostine cytoprotection. Oral Oncology, 39, 397-401.
  14. Nicolatou-Galitis O, Velegraki A, Paikos S, Economopoulou P, Stefaniotis T, Papanikolaou IS, Kordossis T (2004). Effect of PI-HAART on the prevalence of oral lesions in HIV-1 infected patients. A Greek study. Oral Dis., 10:145-50.
  15. Belazi M., Velegraki A., Koussidou-Eremondi T., Andreadis D., Hini S., Arsenis G., Eliopoulou C., Destouni E., Antoniades D (2004). Oral Candida isolates in patients undergoing radiotherapy for head and neck cancer. Prevalence, azole susceptibility profiles and response to antifungal treatment. Oral Microbiol. Immunol.; 19: 347-351.
  16. Belazi M, Velegraki A, Fleva A, Gidarakou I, Papanaum L, Baka D, Daniilidou N, Karamitsos D (2005). Candidal overgrowth in diabetic patients: potential predisposing factors. Mycoses 48(3):192-6.
  17. Nicolatou-Galitis O, Velegraki A, Sotiropoulou-Lontou A, Dardoufas K, Kouloulias V, Kyprianou K, Kolitsi G, Skarleas C, Pissakas G, Papanicolaou VS, Kouvaris J (2006). Effect of fluconazole antifungal prophylaxis on oral mucositis in head and neck cancer patients receiving radiotherapy. Support Care Cancer 14, 44-51.
  18. Kojic, E. M., and R. O. Darouiche (2004). Candida infections of medical devices. Clin. Microbiol. Rev. 17, 255-267.
  19. Ramage G, Saville SP, Thomas DP, López-Ribot JL (2005). Candida Biofilms: an Update. Eukaryotic Cell, 4, 633-638.
  20. Κόλλια Κ. Μοριακή επιδημιολογία και αντοχή των μυκήτων του γένους Candida στα αντιμυκητιακά φάρμακα. Διατριβή επί διδακτορία, Ιατρική Σχολή Αθηνών, Αθήνα 2006.

Αριστέα Βελεγράκη
Επικ. Καθηγήτρια Μικροβιολογίας
Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών

Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία


Σας παρακαλούμε να απαντήσετε στο απλό ερώτημα "Θα συνιστούσατε στους φίλους σας και στους γνωστούς σας να επισκεφτούν την Πύλη και να διαβάσουν το συγκεκριμένο κείμενο;" Η απλή αυτή ερώτηση (Business Week, Lanuary 20, 2006 - quoting a Harvard Business Review article) μπορεί να καταδείξει την απήχηση της συγκεκριμένης ιστοσελίδας, σχετικά με το αν επιτελεί το έργο για το οποίο έχει σχεδιαστεί. Βαθμολογήστε στην κλίμακα από 0 εώς 10. Η βαθμολογία σας θα καταχωρηθεί αυτομάτως.