Αναζήτηση / Search

  
Το οικοσύστημα
Το οικοσύστημα
Το οικοσύστημα
Το οικοσύστημα
Το οικοσύστημα
Το οικοσύστημα
Το οικοσύστημα

 

Βασικά στοιχεία για το οικοσύστημα

Ένα σημείωμα, εισαγωγικό στην πολυεπιστήμη του περιβάλλοντος

Θα ήταν ίσως λογικό να ξεκινήσουμε λέγοντας ότι ο πλανήτης μας είναι ένα μικρό ουράνιο σώμα, δορυφόρος ενός όχι ιδιαίτερα μεγάλου αστέρα, που έχει μια θέση σ΄ ένα πλανητικό σύστημα παραμερισμένο σε κάποια γωνιά ενός απ΄ τους γαλαξίες! Ο πλανήτης μας δέχεται από το διάστημα μόνο ενέργεια με μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, κυρίως αυτή που στέλνει ο κεντρικός αστέρας του πλανητικού συστήματος, ο ήλιος.

Στη Γη υπήρξαν, κάποτε, οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία της ζωής. Η εξάπλωση όμως των ζωντανών οργανισμών στον πλανήτη αυτό έχει και κάποια όρια. Φυτικούς ή ζωικούς οργανισμούς θα συναντήσουμε εύκολα στην επιφάνεια της Γης ή σε λίγο βάθος μέσα στη θάλασσα. Όμως, όσο ανεβαίνουμε ψηλότερα στα βουνά ή βυθιζόμαστε βαθύτερα στους ωκεανούς, οι συνθήκες γίνονται πιο δύσκολες και η ζωή πιο σπάνια. Το ίδιο συμβαίνει και όσο προχωρούμε μέσα στο έδαφος. Έτσι λοιπόν οι περιοχές του πλανήτη μας στις οποίες θα μπορούσε κανείς να συναντήσει ζωή, έστω και με τη μορφή των ανθεκτικών σπορίων των μικροοργανισμών, αποτελούν ένα νοητό φλοιό σφαίρας που περιβάλλει την επιφάνεια του πλανήτη, φτάνει σε κάποιο ύψος στην ατμόσφαιρα και προχωράει σε κάποιο βάθος μέσα στη θάλασσα ή το έδαφος. Αυτός ο νοητός φλοιός σφαίρας ονομάζεται βιόσφαιρα. Μέσα σ΄ αυτή τη βιόσφαιρα πρέπει να κινηθούμε, στην προσπάθειά μας να γνωρίσουμε το φυσικό περιβάλλον, τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των διαφόρων παραγόντων του και τη θέση των διάφορων οργανισμών μέσα σ΄ αυτό.

Αρχίζουμε την επαφή μας με τη βιόσφαιρα καθορίζοντας τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο οικοσύστημα. Αν λάβουμε υπ΄ όψιν μας ότι οι ζωντανοί οργανισμοί και τα άβια υλικά που υπάρχουν γύρω απ΄ αυτούς, βρίσκονται σε μια διαρκή σχέση και αλληλεξάρτηση, θα μπορούσαμε με ευκολία να θεωρήσουμε ως οικοσύστημα, το χώρο μέσα στον οποίο εκδηλώνεται αυτή η σχέση και παρατηρούνται οι διάφορες αλληλεπιδράσεις. Ποιοι είναι όμως οι βασικοί παράγοντες που συγκροτούν αυτό το σύστημα; Αναμφισβήτητα τα δυο βασικά συστατικά του είναι οι αβιοτικοί και οι βιοτικοί παράγοντες. Με τον όρο αβιοτικοί παράγοντες εννοούμε όλα τα μη ζωντανά συστατικά ενός οικοσυστήματος. Το φως, το κλίμα, το νερό, το έδαφος. Με τον όρο βιοτικοί παράγοντες εννοούμε τους ζωντανούς οργανισμούς. Μ΄ άλλα λόγια τα φυτά, τα ζώα, τους μύκητες και τα βακτήρια. Βέβαια τόσο οι αβιοτικοί όσο και οι βιοτικοί παράγοντες μπορούν ακόμα περισσότερο ν΄ αναλυθούν. Κάτι τέτοιο θα το κάνουμε αμέσως πιο κάτω. Δεν μας εμποδίζει κανείς όμως να διατυπώσουμε με την ακρίβεια που θα βρίσκαμε σε ένα λεξικό, τον ορισμό του οικοσυστήματος: Είναι ένα ολοκληρωμένο φυσικό συγκρότημα μέσα στο οποίο οι αβιοτικοί παράγοντες και οι ζωντανοί οργανισμοί βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση. Το οικοσύστημα χαρακτηρίζεται από μία διαρκή ροή ενέργειας και κυκλική χρήση των ανόργανων υλικών ενώ ταυτόχρονα έχει και την ιδιότητα να αυτοσυντηρείται και να αυτορρυθμίζει τις λειτουργίες του. Αυτή η ιδιότητα του προσφέρει τη δυνατότητα να αντιστέκεται σε αλλαγές της ισορροπίας του. Μια τέτοια ιδιότητα, γενικά, την ονομάζουμε ομοιόσταση.

Αξίζει, αρχικά, να ρίξουμε μια σύντομη ματιά στους βασικούς κανόνες που διέπουν τις σχέσεις των αβιοτικών παραγόντων μεταξύ τους, των βιοτικών παραγόντων μεταξύ τους ή ακόμα και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ αβιοτικών και βιοτικών παραγόντων έτσι ώστε να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ομοιόσταση που μόλις αναφέραμε. Κανόνες που είναι απαραβίαστοι και ισχύουν στο Σύμπαν. Αμέσως μετά θα δούμε από κοντά τους αβιοτικούς και τους βιοτικούς παράγοντες που συγκροτούν ένα οικοσύστημα όχι μόνο γιατί έχουν μεγάλο ενδιαφέρον αυτοτελώς αλλά και γιατί η κατανόηση τους είναι απαραίτητη ακόμα και για τις πιο βασικές οικολογικές προσεγγίσεις.

1. Η ενέργεια και οι νόμοι της θερμοδυναμικής.

Είναι ίσως σημαντικό να θυμίσουμε, στο σημείο αυτό, ότι τίποτα στη φύση δε γίνεται τυχαία. Η ύλη και οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων στοιχείων αλλά και η ενέργεια και οι μετατροπές της, υπακούουν σε συγκεκριμένους φυσικούς νόμους βασικότεροι από τους οποίους είναι αυτοί που γενικά ονομάζονται αρχές ή νόμοι της θερμοδυναμικής.

Ο πρώτος απ΄ αυτούς μας βεβαιώνει ότι η ενέργεια μπορεί να μετατραπεί από μια μορφή σε μια άλλη αλλά ουδέποτε εμφανίζεται από το τίποτα ούτε και μπορεί να εξαφανιστεί. Το φως για παράδειγμα μπορεί να μετατραπεί σε θερμική ενέργεια, σε ηλεκτρική ή κινητική ή ακόμα και σε χημική (φωτοσύνθεση) αλλά κανένα απ΄ αυτά τα είδη ενέργειας στα οποία μετατρέπεται το φως δεν μπορεί να χαθεί.

Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής είναι κάπως πολύπλοκος στη διατύπωσή του αλλά θα μπορούσαμε να τον εκφράσουμε απλά λέγοντας ότι καμία από τις διαδικασίες που έχουν ως αποτέλεσμα τη μετατροπή ενέργειας από μια μορφή σε μια άλλη δεν μπορεί να γίνει αυτόματα παρά μόνο αν υπάρξει ανάγκη διασποράς της ενέργειας από μια περιοχή υψηλής συγκέντρωσής της σε μια περιοχή χαμηλότερης συγκέντρωσης. Για παράδειγμα, η θερμική ενέργεια που παράγει ένα θερμαντικό σώμα δεν μπορεί να απλωθεί μέσα σ΄ ένα δωμάτιο αν το δωμάτιο αυτό δεν είναι ψυχρότερο (έχει λιγότερη θερμική ενέργεια) από το θερμαντικό σώμα. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής θα μπορούσε να συμπληρωθεί με την επεξήγηση ότι κάθε μετατροπή ενέργειας συνοδεύεται και από έκλυση θερμότητας. Επειδή όμως η θερμότητα που παράγεται στις διάφορες ενεργειακές μετατροπές, κατά κανόνα, είναι ανεπιθύμητη άρα άχρηστη, γι αυτό μπορούμε να πούμε ότι καμία μετατροπή ενέργειας από τη μια μορφή σε μια άλλη (π.χ. από ηλεκτρική σε κινητική με τη βοήθεια ενός μοτέρ) δεν είναι 100% αποδοτική.

Οι οργανισμοί, οι αβιοτικοί παράγοντες, τα οικοσυστήματα στον πλανήτη μας, η ίδια η Γη στο σύνολό της και το Σύμπαν γενικότερα, ακολουθούν πιστά τους δύο αυτούς νόμους της θερμοδυναμικής. Έτσι αν παρατηρήσουμε προσεκτικά το καθετί που συμβαίνει γύρω μας θα διαπιστώσουμε ότι γίνεται έτσι κι όχι αλλιώς επειδή αυτοί ακριβώς οι νόμοι το επιβάλλουν.

Πέραν όμως από τους βασικούς αυτούς νόμους της θερμοδυναμικής, θα διαπιστώσουμε ότι όσοι κανόνες πέρασαν από μπροστά μας όταν μελετούσαμε τη Φυσική και τη Χημεία, έχουν τη πιστή εφαρμογή τους στο περιβάλλον γύρω μας. Οι κανόνες που διέπουν την κινητική των σωμάτων, οι νόμοι της κυματικής, οι νόμοι της οπτικής και του ηλεκτρισμού, όλοι αυτοί οι νόμοι που φέρουν τα ονόματα των πρωτοπόρων της Χημείας (Avogadro, Proust, Gay-Lussac κτλ.) αλλά και οι σύγχρονες απόψεις για τη συμπεριφορά των ηλεκτρονίων, τα τροχιακά τους, τη χημική συγγένεια και τους χημικούς δεσμούς και τόσοι άλλοι φυσικοί νόμοι, που είναι αδύνατο να απαριθμήσουμε, πιστά εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ των παραγόντων ενός οικοσυστήματος. Μήπως όμως φαίνεται τρομακτικό να μπλεχτούμε σ΄ όλη αυτή τη "νομολογία"; Μα και βέβαια δεν είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο αλλά η αναφορά μας και μόνο στις αρχές που κυβερνούν το οικοσύστημα, μας οδηγεί να αντιληφθούμε πόσο σοβαρή υπόθεση είναι η μελέτη του περιβάλλοντος, πόσες δυσκολίες έχει και με τι σεβασμό και βαθιά γνώση πρέπει να γίνεται η προσέγγιση των οικολογικών προβλημάτων.

2. Οι αβιοτικοί παράγοντες

Μπορεί να λέμε ότι η ζωή ξεκίνησε από το νερό, ο άνθρωπος όμως είναι χερσαίος οργανισμός. Αναζητά τη τροφή του, τους συντρόφους του και τους …εχθρούς του στην ξηρά. Έχει απλώσει τις διάφορες δραστηριότητές του και έχει οργανώσει τη ζωή του πατώντας τα πόδια του σε στερεό έδαφος. Το υγρό στοιχείο ήταν από παλιά για τον άνθρωπο μια πρόκληση που στην αρχή του ενέπνεε φόβο αργότερα όμως μετέφερε αυτόν και τις ελπίδες του σε νέους κόσμους, του πρόσφερε καινούργια γνώση και τον βοήθησε να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής του. Παρ΄ όλα αυτά ο άνθρωπος παραμένει περισσότερο εξοικειωμένος με το χερσαίο περιβάλλον. Δεν είναι λοιπόν παράξενο αν αρχίσουμε την επαφή μας με τους αβιοτικούς παράγοντες ξεκινώντας πρώτα απ΄ το χερσαίο περιβάλλον. Δεν είναι επίσης παράξενο αν προτιμήσουμε, σ΄ αυτό το κείμενο, να προβάλλουμε οικοσυστήματα που είναι κοινά στην πατρίδα μας, τα ζούμε καθημερινά, αν και τα αγνοούμε προκλητικά, και είναι πολύ πιο προσιτά για παρατήρηση και μελέτη ακόμα και στους μικρούς μαθητές.

Έτσι λοιπόν αν βρεθούμε σ΄ ένα από τα καταπράσινα νησιά των βόρειων (Σκόπελος, Σκιάθος κ.ά.) ή και των ανατολικών (Σάμος, Μυτιλήνη κ.ά.) Σποράδων και κοιτάξουμε το περιβάλλον, δύσκολα θα δούμε με την πρώτη ματιά κάποια κίνηση, σημάδι για την παρουσία ζωικών οργανισμών. Ίσως κάποιο πουλί να πετάξει σε μια στιγμή. Όμως αυτό που θα προσέξουμε αμέσως είναι τα φυτά που υπάρχουν γύρω μας. Πράσινοι, ζωντανοί οργανισμοί που βρίσκονται ριζωμένοι στο έδαφος. Το έδαφος που αποτελεί έναν απ΄ τους πιο σημαντικούς αβιοτικούς παράγοντες σ΄ ένα οικοσύστημα.

Το έδαφος, με τη σύσταση του και τις φυσικές του ιδιότητες έχει πολύ μεγάλη σημασία για την υποστήριξη του οικοσυστήματος. Η γεωλογική ιστορία και η εξέλιξη του εδάφους, η στρωμάτωσή του, τα υλικά που υπάρχουν σε κάθε στρώμα, η υφή κάθε στρώματος και οι σχέσεις του εδάφους με το νερό, θα καθορίσουν και τα είδη των φυτικών οργανισμών που θα αναπτυχθούν στην περιοχή.

Η ιστορία του εδάφους και η προέλευσή του μας δίνουν πληροφορίες για την υφή και τη σύστασή του. Η δράση των ηφαιστείων έχει δώσει νέο έδαφος σε πολλές περιοχές. Αξίζει να αναφέρουμε την ξαφνική εμφάνιση του ηφαιστείου Paricutin στο Mexico: Χωρίς καμιά άλλη προειδοποίηση, στις 20 Φεβρουαρίου του 1943, μέσα στο χωράφι του, ένας γεωργός, ο Dionisio Pulido, ανακάλυψε μια τρύπα που έβγαζε καπνό. Έκανε μάταιες προσπάθειες για να την κλείσει, τόσο αυτός όσο και τα παιδιά του. Ένα ηφαίστειο είχε γεννηθεί. Ο Pulido έχασε πλέον τον αγρό με τα καλαμπόκια του και 4.5 χιλιάδες κάτοικοι των δύο γειτονικών χωριών έχασαν τα σπίτια τους. Εννέα χρόνια και δώδεκα μέρες μετά τη θεαματική αυτή γέννηση το ηφαίστειο έπαψε να είναι δραστήριο. Σ΄ αυτό όμως το χρονικό διάστημα είχε φέρει στην επιφάνεια υλικό βάρους 3.6 δισεκατομμυρίων τόνων (!!) αρκετό για να "στηθεί" ένας ηφαιστειακός κώνος ύψους 400 περίπου μέτρων πάνω από το έδαφος της περιοχής. Εκτός όμως από τη δράση των ηφαιστείων, και η δράση των θερμοπηγών μεταφέρει επίσης υλικά από τα βαθύτερα στρώματα του φλοιού της Γης, προς την επιφάνεια, αλλάζοντας τα χαρακτηριστικά των ανώτερων στρωμάτων του εδάφους.

Όσοι έχουν βασικές γνώσεις Γεωλογίας ξέρουν καλά ότι ανάλογα με τη στρωμάτωση του εδάφους και τη σύστασή του, είναι δυνατόν να ξεχωρίσουμε διάφορες κατηγορίες εδαφών. Είναι γνωστός για παράδειγμα ο τύπος του μαύρου, πλούσιου σε μεταλλικά άλατα εδάφους που συχνά συναντάμε σε εύκρατα κλίματα και ονομάζεται "χερνοζέμ" (chernozem, δεν υπάρχει αντίστοιχος ελληνικός όρος) όπως επίσης και το φτωχό σε άλατα, χαλαρό έδαφος υγρών περιοχών που ονομάζεται "ποδζόλ" (podzol) που έχει εντελώς διαφορετικές ιδιότητες και υποστηρίζει τελείως διαφορετικό τύπο βλάστησης απ΄ ότι το χερνοζέμ. Καταγράφοντας το είδος του εδάφους για κάθε περιοχή, μπορούμε να έχουμε χάρτες που να δείχνουν την κατανομή των διαφόρων τύπων εδαφών στο πλανήτη μας. Μια άλλη σημαντική παράμετρος που έχει σχέση με το έδαφος, αφορά τα ανόργανα υλικά που περιέχει. Τα υλικά αυτά θα εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της ανόργανης θρέψης των φυτών που θα αναπτυχθούν στο έδαφος αυτό. Μ΄ άλλα λόγια τα ανόργανα υλικά του εδάφους είναι αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε σα "λίπασμα".

Η υφή του εδάφους είναι επίσης σημαντικός παράγοντας για το οικοσύστημα. Είναι διαφορετικό το πορώδες έδαφος από την αδιαπέραστη πέτρα. Όχι μόνο για τον τρόπο με τον οποίο το χώμα θα "χειριστεί" το νερό, ενδεχομένως μετά από μια βροχή, αλλά και για τις ρίζες των φυτών που στην πορεία τους είναι υποχρεωμένες να ξεπεράσουν διάφορα εμπόδια.

Δεν μπορούμε όμως να μη τονίσουμε και τη σημασία αυτών των ίδιων των οργανισμών για τη διαμόρφωση του εδάφους. Είναι ίσως ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα αλληλεπίδρασης μεταξύ βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων. Οι φυτικοί οργανισμοί με τα φύλλα, τους καρπούς ή τα σπέρματά τους, τα νεκρά κλαδιά και τα διάφορα προϊόντα του μεταβολισμού τους που πέφτουν στο έδαφος, προσφέρουν σ΄ αυτό κάποια υλικά. Με τον ίδιο τρόπο και οι ζωικοί οργανισμοί, με τα απόβλητά τους, τα νεκρά ζώα, τα όργανά ή και τα τμήματά τους, όπως λ.χ. οι τρίχες ή το δέρμα των φιδιών μετά την έκδυση, προσθέτουν στο έδαφος άλλα υλικά. Αναρίθμητοι μικροοργανισμοί καταναλώνουν όλα αυτά τα οργανικά υλικά σε μια διαρκή προσπάθεια αποικοδόμησης και, όπως θα δούμε παρακάτω, τα μετατρέπουν σε ανόργανα άλατα. Όλη αυτή η διαδικασία αλλάζει τη σύσταση του εδάφους, ειδικά στα ανώτερά του στρώματα. Μήπως όμως κι ένας γεωσκώληκας (δηλαδή μια σκουληκαντέρα) που τρώει υπομονετικά το χώμα, σκάβοντας στοές μέσα σ΄ αυτό, δεν αφήνει πίσω του το έδαφος με διαφορετική σύσταση και υφή; Ένας τυφλοπόντικας που ανοίγει το δρόμο του μέσα στο χώμα, τα μυρμήγκια που σκάβουν τις φωλιές και αποθηκεύουν την τροφή τους ή οι τερμίτες που κάνουν τους "κήπους" τους με τα μανιτάρια μέσα στο έδαφος, δεν συμβάλλουν στην αλλαγή των χαρακτηριστικών του; Οι ρίζες των φυτών τέλος, που για πολλά χρόνια σπάνε σιγά-σιγά το χώμα και περνούν σε βαθύτερα στρώματα, δεν αποτελούν βιοτικό παράγοντα που διαμορφώνει και τη σύσταση αλλά και την υφή του εδάφους;

Αφήνοντας το έδαφος ερχόμαστε σ΄ έναν άλλο αβιοτικό παράγοντα που οι οικολόγοι του αποδίδουν τη μεγαλύτερη σημασία και τον μελετούν με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για το φως, την ηλιακή ακτινοβολία. Είναι γνωστό ότι αν το πρωτόπλασμα εκτεθεί στην άμεση ηλιακή ακτινοβολία, το αποτέλεσμα θα είναι ο θάνατος του κυττάρου. Απ΄ την άλλη μεριά η ζωή χωρίς το φως δεν θα υπήρχε. Γνωρίζουμε όλοι, ότι το άλμα της εξέλιξης των οργανισμών έγινε όταν κάποια πρωτόγονα κύτταρα κατάφεραν να "δαμάσουν" ένα μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας ενώ ταυτόχρονα φρόντιζαν να προστατευτούν από πολλές από τις υπόλοιπες ακτινοβολίες που έχουν εξαιρετικά βλαβερή επίδραση στη ζωή. Θα γνωρίσουμε παρακάτω πώς η ενέργεια αυτών των ακτινοβολιών χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της ανόργανης ύλης σε οργανική, μέσω μιας διαδικασίας με μέγιστη σημασία για το οικοσύστημα, της φωτοσύνθεσης.

Ας δούμε όμως αρχικά τι ακριβώς είναι αυτό που ονομάζουμε ηλιακή ακτινοβολία. Η σκέψη μας αμέσως πάει στο φως κι αυτό δεν είναι παράλογο. Το φως άλλωστε είναι αυτό που βλέπουμε. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ο ήλιος στέλνει στη Γη όχι μόνο τις ακτινοβολίες που το μάτι μας αντιλαμβάνεται αλλά και πολλές άλλες, με διαφορετικές ιδιότητες και διαφορετική σημασία για τη ζωή. Όλες αυτές τις ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μπορεί ο άνθρωπος να τις αντιληφθεί με διάφορα όργανα που χρησιμοποιεί. Έτσι τα χαμηλής συχνότητας ραδιοκύματα που εκπέμπει ο ήλιος τα "συλλαμβάνουμε" με κατάλληλες κεραίες ραδιοκυμάτων, τις υπέρυθρες ακτινοβολίες με θερμικούς ανιχνευτές και φίλμ υπερύθρου, την υπεριώδη, αόρατη για τον άνθρωπο ακτινοβολία, με ειδικές φθορίζουσες διατάξεις και τις ακτίνες Χ και ακτίνες γ με τους ανιχνευτές ιονισμού. Εξαιρετική σημασία για τη ζωή, εκτός από το ορατό φως, έχουν οι υψηλής ενέργειας ακτινοβολίες όπως η υπεριώδης ακτινοβολία, οι ακτίνες Χ και οι ακτίνες γ. Η σημασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι προκαλούν μεταλλάξεις. Αλλάζουν δηλαδή το γενετικό υλικό των κυττάρων. Η δυνατότητα τους αυτή αυξάνεται ανάλογα με την ενέργεια που έχουν. Λόγου χάριν, η υπεριώδης ακτινοβολία μπορεί να αλλάζει το γενετικό υλικό σε κύτταρα της επιδερμίδας. Μ΄ άλλα λόγια προκαλεί μεταλλάξεις μόνο στην επιφάνειά των οργανισμών. Οι ακτίνες Χ όμως και, πολύ περισσότερο, οι ακτίνες γ, είναι εξαιρετικά διεισδυτικές και μπορούν να προκαλούν μεταλλάξεις σε κάθε κύτταρο του οργανισμού. Τέτοιες μεταλλάξεις μπορεί να γίνουν και στα γεννητικά κύτταρα. Η σημασία τους για τη ζωή περιγράφεται μαζί με την ιστορία της εξέλιξης των οργανισμών. Μετά όμως από τόσα εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης και επιλογών, οι μεταλλάξεις σήμερα είναι μάλλον ανεπιθύμητες.

Ας συγκεντρώσουμε τώρα την προσοχή μας σ΄ αυτό που ο πολύς κόσμος αντιλαμβάνεται όταν ακούει τον όρο "ηλιακή ακτινοβολία". Το ορατό φως. Γνωρίζοντας αρκετά για τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης μπορούμε να καταλάβουμε ποια χαρακτηριστικά του ορατού φωτός έχουν σημαντικό ρόλο στο περιβάλλον. Χωρίς αμφιβολία, η ποιότητα του φωτός έχει ιδιαίτερη σημασία. Λέγοντας ποιότητα εννοούμε το μήκος κύματος, κάτι που για την αίσθηση της όρασής μας μεταφράζεται σε χρώμα. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι διαφορετική αξία για τους φωτοσυνθετικούς οργανισμούς, άρα και για το οικοσύστημα, έχει το απογευματινό ρόδινο φως και διαφορετική αυτό του μεσημεριού. Επίσης το φως που φιλτράρεται μέσα από τα φύλλα των ψηλών δένδρων και φτάνει στα χαμηλά φυτά του δάσους έχοντας πράσινο σχεδόν χρώμα, έχει διαφορετική σημασία απ΄ το λευκό φως που χτυπά τις κορυφές των δένδρων κι αυτό γιατί ξέρουμε ότι οι χλωροφύλλες δεν απορροφούν το πράσινο φως. Απ΄ την άλλη μεριά η ένταση του φωτός έχει άλλη επίδραση στους οργανισμούς. Άλλο είναι το φως του πρωινού κι άλλο αυτό του μεσημεριού. Η ένταση του φωτός όμως σχετίζεται και με το γεωγραφικό πλάτος. Όταν το φως πέφτει πλάγια στο βόρειο ημισφαίριο, κατά τους χειμερινούς μήνες, η έντασή του είναι τόσο μικρή που τα φυτά αδυνατούν να φωτοσυνθέσουν. Στον ισημερινό όμως το φως πέφτει κάθετα, με μεγάλη ένταση και με ανάλογο φυσικά αποτέλεσμα για τη φωτοσυνθετική διαδικασία. Τέλος η διάρκεια του φωτός, αυτό που ονομάζουμε "φωτοπερίοδο", έχει σημαντική επίδραση στους οργανισμούς. Η διάρκεια της μέρας τους δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούν την εποχή του έτους και να ρυθμίσουν το βιολογικό τους ρολόι. Τα φυτά βγάζουν φύλλα, ανθίζουν και δίνουν καρπούς, ρίχνουν τα φύλλα τους και ξεχειμωνιάζουν, μετρώντας πάντα προσεκτικά τη φωτοπερίοδο. Η αμυγδαλιά λόγου χάριν, καταλαβαίνει ότι μεγάλωσε η μέρα και ανθίζει τον Ιανουάριο, αγνοώντας το κρύο. Τα ζώα βγαίνουν από τη χειμέρεια νάρκη ή πέφτουν σ΄ αυτή και καθορίζουν τις δραστηριότητές τους και τη φυλετική τους συμπεριφορά εκτιμώντας τη φωτοπερίοδο. Τη σημασία όμως που έχει η φωτοπερίοδος για τους οργανισμούς ενός οικοσυστήματος είναι μεγάλη.

Πρέπει βέβαια να πούμε ότι, παρ΄ όλο που οι οργανισμοί μπορούν να προσαρμόζονται σε διάφορες φωτιστικές συνθήκες, το φως μπορεί να αποτελεί και περιοριστικό παράγοντα αν η έντασή του βρίσκεται κάτω από ορισμένα όρια ή είναι πολύ υψηλή. Είναι γεγονός ότι ακόμα και τα διψασμένα για φως φυτά δεν αισθάνονται ευχάριστα κάτω από τον ισχυρό ήλιο του μεσογειακού καλοκαιριού ή της ερήμου και πολλές από τις μεταβολικές τους δραστηριότητες, περιλαμβανομένης και της φωτοσύνθεσης, καταστέλλονται (φωτοκαταστολή).

Ένας εξαιρετικά σημαντικός αβιοτικός παράγοντας είναι το νερό. Η αναγκαιότητα της ύπαρξής του συμβαδίζει με τη ζωή. Ξεχωρίζοντας την περίπτωση που αποτελεί το άμεσο περιβάλλον στο οποίο ζουν οι οργανισμοί (π.χ. το θαλάσσιο περιβάλλον) μπορούμε να πούμε ότι είναι πρωταρχικός περιοριστικός παράγοντας για τους οργανισμούς στα χερσαία περιβάλλοντα. Η βροχή, η υγρασία, η εξάτμιση, η παροχή νερού από ποταμούς ή η παρουσία του σε λίμνες, μπορούν ν΄ αλλάξουν την εικόνα της ζωής σ΄ ένα τόπο. Το νερό που προέρχεται από τα μετεωρολογικά φαινόμενα θα μας απασχολήσει λίγο πιο κάτω, όταν θα συζητήσουμε το κλίμα σαν αβιοτικό παράγοντα. Τα επιφανειακά νερά όμως, έστω κι αν συνήθως έχουν σχέση με τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα μιας περιοχής, αποτελούν πηγή ζωής για τους οργανισμούς που βρίσκονται σ΄ ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Άλλωστε ξέρουμε όλοι ότι η ζωή συγκεντρώνεται γύρω από το νερό. Σε περιπτώσεις έλλειψής του οι προσαρμογές των οργανισμών για την αποταμίευση και τη διατήρησή του είναι εξαιρετικές. Η διαθεσιμότητα του νερού σε μια περιοχή εξαρτάται και από τις ιδιότητες του εδάφους, τη φυτική κάλυψη, τη διαμόρφωση του τοπίου κ.ά. Μπορεί όμως, τα νερά μιας περιοχής να μεταφέρουν τη ζωή, μέσω ενός ποταμού, σε άλλες περιοχές, πολύ μακρινές, με τελείως διαφορετικά κλιματικά χαρακτηριστικά. Τυπικό παράδειγμα είναι ο Νείλος που ξεκινάει από τις τροπικές εκτάσεις της κεντρικής Αφρικής (Ουγκάντα, Σουδάν, Αιθιοπία) και περνάει μέσα από μια μεγάλη έρημο, τη Σαχάρα, συγκεντρώνοντας τη ζωή γύρω από τις όχθες του, σε μια διαδρομή πάνω από 6600 χιλιόμετρα (ο μεγαλύτερος του κόσμου), μέχρι να εκβάλλει στη Μεσόγειο θάλασσα.

Το κλίμα, ως αβιοτικός παράγοντας, φαίνεται να έχει σχέση με όλους τους άλλους παράγοντες που έχουμε ήδη αναφέρει, ακόμα και με το έδαφος και τη διαμόρφωσή του. Ας δούμε όμως τι ονομάζουμε κλίμα μιας περιοχής. Φανταζόμαστε σίγουρα ότι πρόκειται για μια γενική περιγραφή των μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν σ΄ ένα τόπο. Πράγματι, ο μέσος όρος των μετρήσεων των μετεωρολογικών παραμέτρων μιας περιοχής, επί τριάντα τουλάχιστον συνεχή χρόνια, δίνει το κλίμα της περιοχής αυτής. Έτσι οι καθημερινές μετρήσεις των θερμοκρασιών, όλο το χρόνο, για τριάντα ή/και πλέον συνεχή χρόνια θα μας δώσουν ένα κλιματικό στοιχείο της περιοχής. Το ίδιο θα συμβεί για την ηλιοφάνεια, την υγρασία, τη βροχόπτωση, τη διεύθυνση και την ταχύτητα του ανέμου και όλες τις υπόλοιπες μετεωρολογικές παραμέτρους που με προσοχή καταγράφει ένας μετεωρολόγος όταν ανοίγει το μετεωρολογικό κλωβό, τρεις φορές την ημέρα.

Έτσι λοιπόν, για μια περιοχή, μπορούμε να έχουμε τις μετρήσεις των θερμοκρασιών. Αυτές είναι πολλών ειδών. Μπορούμε να έχουμε τη μέγιστη ή την ελάχιστη ημερήσια θερμοκρασία. Μπορούμε όμως να έχουμε τον ημερήσιο μέσο όρο (μέση ημερήσια θερμοκρασία) αλλά και το μέσο όρο των θερμοκρασιών κάθε μήνα (μέση μηνιαία θερμοκρασία). Μπορεί ακόμα να έχουμε τη μέση ελάχιστη και τη μέση μέγιστη ενός μήνα ή ακόμα και την απολύτως ελάχιστη και την απολύτως μέγιστη, στον ίδιο μήνα. Οι απολύτως ακρότατες θερμοκρασίες έχουν μεγάλη σημασία για τους οργανισμούς. Για να καταλάβουμε κάτι τέτοιο αρκεί να πούμε ότι αν σε κάποιο χειμερινό μήνα η θερμοκρασία κυμαίνεται γύρω στους 0ºC, τότε ο μέσος όρος της μηνιαίας θερμοκρασίας θα είναι γύρω στο μηδέν. Μπορεί όμως όλο το μήνα η θερμοκρασίες να κυμαίνονται γύρω στους 3ºC πάνω από το μηδέν και για μια μέρα να πέσουν στους - 10ºC. Ο μέσος όρος αυτού του μήνα θα είναι πάλι γύρω στο μηδέν αλλά στην πραγματικότητα οι συνθήκες θα είναι διαφορετικές. Οι πολύ χαμηλές, έστω και μικρής διάρκειας, θερμοκρασίες αυτού του μήνα θα προκαλέσουν σημαντική ζημιά στους φυτικούς και ίσως και στους ζωικούς οργανισμούς. Τέλος, αποτελεί κοινή εμπειρία για όσους ασχολούνται με τη φυσιολογία των φυτικών ή των ζωικών οργανισμών ότι η θερμοκρασία που κυμαίνεται μεταξύ 10ºC και 20ºC, με μέσο όρο τους 15ºC, δεν έχει το ίδιο αποτέλεσμα στους οργανισμούς με αυτό που έχει η σταθερή θερμοκρασία των 15ºC.

Η βροχόπτωση είναι μια άλλη κλιματική παράμετρος. Η ποσότητα της βροχής και η κατανομή της βροχόπτωσης στους διάφορους μήνες του έτους έχει μεγάλη σημασία για το περιβάλλον. Με διαφορετικό τρόπο αντιμετωπίζουν οι οργανισμοί τη βροχόπτωση αν κατανέμεται ομοιόμορφα όλους τους μήνες του έτους και διαφορετικά αν συγκεντρώνεται μόνο τους χειμερινούς μήνες και το καλοκαίρι χαρακτηρίζεται από ξηρασία. Η βροχή, το χιόνι, το χαλάζι και κατά κάποιο τρόπο η πάχνη, μεταφέρουν νερό από την ατμόσφαιρα στο έδαφος. Ονομάζονται συνολικά, ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα και η ποσότητα του νερού που φέρνουν στη γη μπορεί να μετρηθεί με ειδικά όργανα (βροχόμετρα κτλ.).

Η διάρκεια και η ένταση της ηλιοφάνειας μπορούν επίσης να καταγραφούν όπως και η ταχύτητα και η διεύθυνση του ανέμου που μετρούνται συνεχώς και καταγράφονται. Η σχετική υγρασία είναι επίσης μια σπουδαία μετεωρολογική παράμετρος με σημαντική συμμετοχή στη διαμόρφωση του κλιματικού χαρακτήρα μιας περιοχής. Η σχετική υγρασία έχει άμεση σχέση με τη θερμοκρασία. Δίνεται σε ποσοστά επί τοις εκατό και δείχνει την ποσότητα των υδρατμών που υπάρχουν στον αέρα σε σχέση με την ποσότητα των υδρατμών που θα χρειάζονταν ο αέρας για να είναι κορεσμένος με υδρατμούς στη συγκεκριμένη θερμοκρασία. Για παράδειγμα, σχετική υγρασία 90% σημαίνει ότι ο αέρας, για τη θερμοκρασία στην οποία βρίσκεται, περιέχει το 90% των υδρατμών που μπορούσε να έχει για να θεωρηθεί κορεσμένος. Σε ακραίες θερμοκρασίες η υγρασία έχει σημαντική επίδραση στους οργανισμούς γενικά. Υψηλές θερμοκρασίες και υψηλή σχετική υγρασία κάνουν για τον άνθρωπο τη ζωή αφόρητη. Αντίθετα η ίδια θερμοκρασία με χαμηλή σχετική υγρασία μπορεί να είναι και ευχάριστη.

Θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε, ανάμεσα στους αβιοτικούς παράγοντες, και τα διάφορα αέρια που βρίσκουμε, είτε στην ατμόσφαιρα είτε διαλυμένα μέσα στο νερό και έχουν σημασία για τους οργανισμούς και τη διατήρηση της ζωής, καθώς και τα ανόργανα άλατα που βρίσκουμε στο έδαφος ή το νερό και είναι σημαντικά για την ανάπτυξη των φυτικών οργανισμών. Αέρια με ιδιαίτερη σημασία είναι το οξυγόνο και το διοξείδιο του άνθρακα. Το πρώτο υποστηρίζει τις αερόβιες αντιδράσεις του καταβολισμού (αερόβια αναπνοή) δίνοντας ενέργεια στους οργανισμούς ενώ το δεύτερο αποτελεί πρώτη ύλη των φωτοανεξάρτητων αντιδράσεων της φωτοσύνθεσης, που μαζί με το υδρογόνο του νερού και την ενέργεια του ήλιο δίνει γλυκόζη, σημαντική οργανική ένωση την οποία χρησιμοποιούν τα φυτά με πολλούς τρόπους για να αναπτύξουν το φυτικό τους σώμα.

Στο χερσαίο περιβάλλον το οξυγόνο και το διοξείδιο του άνθρακα δεν μπορούν εύκολα να αποτελέσουν περιοριστικούς παράγοντες για την ανάπτυξη των οργανισμών. Υπάρχουν άφθονα. Στο υδάτινο περιβάλλον όμως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί και θα το συζητήσουμε ιδιαίτερα, στο αντίστοιχο κεφάλαιο.

Τα ανόργανα άλατα τώρα, τόσο στο χερσαίο όσο και στο υδάτινο περιβάλλον, είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτικών οργανισμών. Ειδικά μάλιστα ορισμένα ιχνοστοιχεία. Οι ζωικοί οργανισμοί παίρνουν τα στοιχεία αυτά είτε από τους φυτικούς είτε από άλλους ζωικούς οργανισμούς που καταναλώνουν σαν τροφή.

Τέλος ένας σημαντικός αβιοτικός παράγοντας που έχει μεγάλη σημασία για τη διαμόρφωση των οικοσυστημάτων στη χώρα μας, είναι και η πυρκαγιά. Η πυρκαγιά πλέον θεωρείται ένας μέγιστης σημασίας φυσιολογικός παράγοντας διαμόρφωσης και εξέλιξης των οικοσυστημάτων που αποτελεί εδώ και χιλιετίες σχεδόν μια "κλιματική" παράμετρο για πολλά χερσαία οικοσυστήματα του πλανήτη μας. Κατά συνέπεια οι οργανισμοί "αποδέχονται" και προσαρμόζονται σ΄ αυτόν τον παράγοντα όπως ακριβώς κάνουν και για το νερό ή τη θερμότητα. Η αδυναμία μας να αντιληφθούμε ότι μερικά οικοσυστήματα είναι προσαρμοσμένα στη φωτιά, μας οδήγησε στο παρελθόν να υιοθετήσουμε πολύ κακές μεθόδους διαχείρισης και προστασίας τους που οδήγησαν βαθμιαία στο εκφυλισμό τους. Σήμερα, οι γνώσεις μας για τη φωτιά οδηγούν ακόμα και στην ελεγχόμενη χρήση της για την ανανέωση των οικοσυστημάτων.

3. Οι βιοτικοί παράγοντες

Αφήνοντας πίσω μας τα μη ζωντανά συστατικά ενός οικοσυστήματος ερχόμαστε τώρα να ασχοληθούμε με ό,τι ζωντανό υπάρχει στο περιβάλλον γύρω μας. Είδαμε μάλιστα λίγο πιο πάνω ότι αυτό που πρώτα προσέχουμε σε κάποιο οικοσύστημα είναι η βλάστηση. Τα φυτά που βρίσκονται εκεί. Δεν θα είχαμε έτσι κι αλλιώς δυσκολία να ξεχωρίσουμε τα φυτά από τους ζωικούς οργανισμούς με βάση ένα και μόνο χαρακτηριστικό τους. Την αυτοτροφία τους. Τα φυτά κάνουν φωτοσύνθεση και χρησιμοποιώντας την ηλιακή ενέργεια που είναι άφθονη και ...δωρεάν, συνθέτουν από διοξείδιο του άνθρακα και νερό, μια βασική οργανική ένωση, τη γλυκόζη. Δε θα δώσουμε βέβαια εδώ λεπτομέρειες για την τόσο σημαντική αυτή μεταβολική διαδικασία αλλά δε μπορούμε να μην εντοπίσουμε και τη σημασία της όχι μόνο για την επιβίωση του πλανήτη μας αλλά και για την εξέλιξη της ζωής, εδώ και μερικά εκατομμύρια χρόνια.

Οι θεωρίες για την εξέλιξη της ζωής στον πλανήτη μας υποστηρίζονται από πολλά δεδομένα που οι αστρονόμοι καταγράφουν σχετικά με την εξέλιξη άλλων πλανητών. Δεχόμαστε λοιπόν ότι η αρχέγονη ατμόσφαιρα της πολύ θερμής ακόμα Γης αποτελείτο από αναγωγικά αέρια όπως το υδρόθειο, το νερό σε μορφή υδρατμών, η αμμωνία, το μεθάνιο, το διοξείδιο του άνθρακα και αρκετά άλλα. Απ΄ αυτά τα αέρια, με τη βοήθεια των ηλεκτρικών εκκενώσεων της φορτισμένης ατμόσφαιρας, εμφανίστηκαν, μέσα στους ζεστούς αρχέγονους ωκεανούς, τα πρώτα βιομόρια και, στη συνέχεια, οι πρώτες οργανωμένες δομές, πρόγονοι των σημερινών κυττάρων. Μερικά τέτοια οργανωμένα συστήματα "ανακάλυψαν" τη δυνατότητα να αξιοποιούν την ενέργεια του ήλιου. Αργότερα κατάφεραν να παίρνουν υδρογόνο από το μόριο του άφθονου τότε υδρόθειου και διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα και να κάνουν μια πρωτόγονη φωτοσύνθεση. Η παρουσία των πρώτων αυτότροφων κυττάρων ήταν πλέον γεγονός. Η εξέλιξη όμως προχωρούσε ακόμα με βαριά, αργά βήματα. Όταν κάποια φωτοσυνθετικά κύτταρα προσπάθησαν, με επιτυχία, να αλλάξουν τις προτιμήσεις τους και αντί υδρόθειο να χρησιμοποιούν νερό για τη φωτοσύνθεση τους, η μεγάλη εξελικτική έκρηξη έγινε. Από το μόριο του νερού κρατούσαν το υδρογόνο και άφηναν ελεύθερο στην ατμόσφαιρα το οξυγόνο, που τους ήταν άχρηστο. Η μεγάλη επιτυχία που είχαν αυτοί οι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί και η συνεχής απελευθέρωση του οξυγόνου άλλαξε τις ιδιότητες της ατμόσφαιρας. Η ατμόσφαιρα απέκτησε οξειδωτικό χαρακτήρα, κάτι που ευνοούσε τις εξώθερμες αντιδράσεις που χρησιμοποιούν οι οργανισμοί για να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες. Ο δρόμος για την εξέλιξη είχε πλέον ανοίξει.

Σήμερα η αξία της φωτοσύνθεσης δεν εντοπίζεται κυρίως στη δυνατότητά της να παρέχει οξυγόνο. Αυτό καμιά φορά γίνεται απολύτως απαραίτητο σε περιοχές που η ανθρώπινη παρουσία έχει διαμορφώσει κατά τραγικό τρόπο τις ατμοσφαιρικές συνθήκες. Η πολύ σημαντική όμως προσφορά των φυτών, μέσω της φωτοσύνθεσης, συνίσταται στη σύνθεση της γλυκόζης και, με τη βοήθεια αυτής, στο σχηματισμό του ίδιου του φυτικού τους σώματος. Το φυτικό αυτό σώμα θα αποτελέσει τροφή για πολλούς φυτοφάγους ζωικούς οργανισμούς κι αυτοί με τη σειρά τους για άλλους σαρκοφάγους κι έτσι θα αρχίσει η ροή ενέργειας, απαραίτητη για τη συντήρηση ενός οικοσυστήματος. Αντιλαμβανόμαστε ότι τους φυτικούς οργανισμούς τους βλέπουμε, από την οικολογική σκοπιά, ως παραγωγούς τροφής. Παραγωγούς μάλιστα που η ενέργεια που χρησιμοποιούν δεν αφαιρείται, δεν προέρχεται από τον πλανήτη μας αλλά έρχεται από τον ήλιο ενώ οι πρώτες ύλες τους -διοξείδιο του άνθρακα και νερό- είναι ανόργανες και βρίσκονται σε υπεραφθονία. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που, για τους οικολόγους, τα φυτά ονομάζονται πρωτογενείς παραγωγοί ενώ οι παραγωγικές δυνατότητές τους θεωρούνται ενεργειακή βάση για ένα οικοσύστημα.

Παρέα με τους φυτικούς, θα δούμε και τους ζωικούς οργανισμούς. Ίσως μας διαφεύγουν στην αρχή γιατί κρύβονται. Η ήσυχη παραμονή μας όμως σ΄ ένα χώρο και η προσεκτική παρατήρηση, θα μας αποκαλύψει δεκάδες ζωικά είδη. Ζουν πάνω ή μέσα στα δένδρα, στο έδαφος ή μέσα σ΄ αυτό, κινούνται με διάφορους τρόπους και τρέφονται με διάφορα είδη τροφής. Αυτό μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα και δεν ξεχνάμε ότι οι ζωικοί οργανισμοί θέλουν πάντα έτοιμη τροφή γι αυτό ονομάζονται γενικά καταναλωτές. Οι τροφικές προτιμήσεις τους μας δίνουν τη δυνατότητα να τους χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες. Τους φυτοφάγους και τους σαρκοφάγους. Οι φυτοφάγοι είναι απόλυτα εξαρτημένοι από τους πρωτογενείς παραγωγούς, τα φυτά. Τρώνε φυτά και αναπτύσσονται. Με τη σειρά τους όμως γίνονται τροφή για τους διάφορους σαρκοφάγους. Οι σαρκοφάγοι είναι κι αυτοί πολλές φορές θύματα άλλων σαρκοφάγων. Μερικοί ζωικοί οργανισμοί μπορούν να τραφούν είτε με φυτικής είτε με ζωικής προέλευσης τροφή. Αυτοί λέγονται παμφάγοι και είναι περισσότερο ευέλικτοι αφού ή έλλειψη ενός είδους τροφής απλά τους οδηγεί σε κάποιο άλλο, όχι όμως και στην πείνα. Τελικά η τροφή για κάθε ζωικό οργανισμό, αν το ψάξουμε καλά, προέρχεται από τα φυτά. Είτε άμεσα, για τα φυτοφάγα ζώα, είτε έμμεσα, για τα σαρκοφάγα.

Όμως τόσο οι φυτικοί όσο και οι ζωικοί οργανισμοί, κάποια στιγμή πεθαίνουν. Στη διάρκεια της ζωής τους μάλιστα αφήνουν πίσω τους ένα σωρό απομεινάρια, τμήματά τους ή και ακαθαρσίες που μένουν στο περιβάλλον. Σπασμένα κλαδιά, πεσμένα φύλλα, άνθη και καρποί, φλούδες των δένδρων και κατεστραμμένες ρίζες είναι κάτι συνηθισμένο για το δάσος. Το δέρμα ενός φιδιού, οι τρίχες κάποιου ζώου, περιττώματα και ούρα αλλά και νεκρά ζώα είναι επίσης κάτι πολύ συνηθισμένο. Ξέρουμε όμως ότι όλα αυτά σύντομα χάνονται. Σ΄ ένα οικοσύστημα ποτέ δε βλέπουμε βουνά από πεσμένα φύλλα ή ψοφίμια. Τι γίνονται όλα αυτά; Εύκολα θα απαντούσε κανείς ότι το ψόφιο ζώο το τρώει ένα τσακάλι ή ένας γύπας. Τα απομεινάρια τους όμως; Τα πεσμένα φύλλα τα τρώνε οι σκουληκαντέρες. Όλα; Όχι φυσικά. Η φύση όμως έχει προβλέψει να υπάρχει κάποιος μηχανισμός που να εξαφανίζει τη νεκρή οργανική ύλη. Σ΄ αυτό το μηχανισμό πρωταρχικό ρόλο έχουν οι μικροοργανισμοί. Βακτήρια και μύκητες. Αυτοί τρώνε τα νεκρά οργανικά υλικά και αποδίδουν στο περιβάλλον ανόργανα υλικά. Τα ανόργανα υλικά εμπλουτίζουν το έδαφος και αποτελούν την πηγή των τόσο απαραίτητων για την ανάπτυξη των φυτών ανόργανων ιόντων. Οι μικροοργανισμοί είναι οι αποικοδομητές του οικοσυστήματος. Χάρις σ΄ αυτούς γίνεται διαρκής ανακύκλωση των υλικών και λειτουργούν οι βιογεωχημικοί κύκλοι.

Χριστοδουλάκης Νίκος, Αναπληρωτής Καθηγητής
Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Τελευταία αναθεώρηση : 1/3/2006

Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία


Σας παρακαλούμε να απαντήσετε στο απλό ερώτημα "Θα συνιστούσατε στους φίλους σας και στους γνωστούς σας να επισκεφτούν την Πύλη και να διαβάσουν το συγκεκριμένο κείμενο;" Η απλή αυτή ερώτηση (Business Week, Lanuary 20, 2006 - quoting a Harvard Business Review article) μπορεί να καταδείξει την απήχηση της συγκεκριμένης ιστοσελίδας, σχετικά με το αν επιτελεί το έργο για το οποίο έχει σχεδιαστεί. Βαθμολογήστε στην κλίμακα από 0 εώς 10. Η βαθμολογία σας θα καταχωρηθεί αυτομάτως.