Αναζήτηση / Search

  
Τοξικολογία της φωτιάς
Τοξικολογία της φωτιάς
Τοξικολογία της φωτιάς
Τοξικολογία της φωτιάς
Τοξικολογία της φωτιάς
Τοξικολογία της φωτιάς
Τοξικολογία της φωτιάς

 

Η τοξικολογία της φωτιάς αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο της Τοξικολογίας, που ασχολείται με την τοξική δράση ενός μεγάλου αριθμού χημικών ουσιών που εκλύονται από τη φωτιά ή «συντίθενται» από τη θέρμανση και την καύση των διαφόρων δομικών υλικών κατά τη διάρκεια της φωτιάς (Πίνακας 1).

Κατά την εκδήλωση μιας φωτιάς δημιουργούνται φλόγες, θερμότητα, έλλειψη οξυγόνου, καπνός και τοξικά αέρια, η δε φύση της φωτιάς εξαρτάται αφενός από τα υλικά που υπάρχουν στο χώρο και αφετέρου από τις ιδιαιτερότητες του χώρου της φωτιάς.

Στα σύγχρονα κτίρια χρησιμοποιείται μια μεγάλη ποικιλία συνθετικών δομικών υλικών, με αποτέλεσμα το είδος της δηλητηρίασης από την εισπνοή των προϊόντων της καύσης των υλικών αυτών να ποικίλλει σημαντικά. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που η ακριβής σύνθεση των υλικών είναι γνωστή, τα προϊόντα της καύσης συχνά περιγράφονται ατελώς. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και έτσι είναι δυνατόν να συνεχισθεί ο σχηματισμός και άλλων χημικών ενώσεων, ακόμη και για αρκετό χρόνο μετά την κατάσβεση της φωτιάς.

Η διερεύνηση διαφόρων περιστατικών φωτιάς απέδειξε ότι η καύση των δομικών υλικών και ιδιαίτερα των πλαστικών (μονωτικά υλικά, έπιπλα, χαλιά, επικαλύψεις ηλεκτρικών καλωδίων, διακοσμητικά υλικά) οδηγεί στην παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων χημικών ουσιών υψηλής τοξικότητας. Η τοξική δράση των ουσιών αυτών ευθύνεται για την αδυναμία των εκτιθέμενων στη φωτιά να διαφύγουν από τον καιόμενο χώρο.

Το πρωτεύον χημικό στοιχείο που "καίγεται" σε μία φωτιά είναι ο άνθρακας, από την τελεία καύση του οποίου παράγεται διοξείδιο του άνθρακα και νερό. Η καύση του, όμως, σπάνια είναι τελεία, ακόμη και σε συνθήκες που μοιάζουν με εκείνες της υψικαμίνου, με αποτέλεσμα σε μία φωτιά να παράγεται πάντα και μονοξείδιο του άνθρακα.

ΕΙΣΠΝΟΗ ΚΑΠΝΟΥ

Ο καπνός είναι ένα ετερογενές μίγμα στερεών σωματιδίων και θερμών αερίων. Αποτελεί το κύριο προϊόν της καύσης.

Κάθε χρόνο περισσότερα από 2.000.000 άτομα στην Αμερική υφίστανται εγκαύματα, από αυτά 100.000 απαιτούν νοσοκομειακή περίθαλψη και από αυτά 7.000 πεθαίνουν. Για τους 5.000 θανάτους (ποσοστό 75%) ευθύνονται οι φωτιές στις κατοικίες, οι δε περισσότεροι από τους θανάτους αυτούς αφορούν τις αστικές περιοχές και προέρχονται από αναμμένα τσιγάρα.

Σε αντίθεση με ότι πιστεύει ο κόσμος, οι περισσότεροι θάνατοι από τις φωτιές δεν οφείλονται αποκλειστικά σε εγκαύματα από την απ’ ευθείας επαφή με τη φλόγα, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις οφείλονται στην εισπνοή καπνού.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1. TΟΞΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΛΙΚΩΝ (Ellenhorn και Barceloux, 1988, Norris και Ballantyne, 1993)

ΚΑΙΟΜΕΝΟ ΥΛΙΚΟ

ΕΡΕΘΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ

ΤΟΞΙΚΗ ΟΥΣΙΑ

Ακρυλικό

Υδροχλώριο

Μονοξείδιο του άνθρακα

Πυροσβεστήρες με τετραχλωράνθρακα

Φωσγένιο

Νιτρική κυτταρίνη

Οξείδια του αζώτου

Celluloid

Ακρολεϊνη

Μονοξείδιο του άνθρακα

Χλωριωμένοι υδρογονάνθρακες

Φωσγένιο

Υφάσματα

Οξείδια του αζώτου

  • Βαμβάκι
  • Νάϋλον
  • Μαλλί, μετάξι
  • Ακεταλδεϋδη, φορμαλδεϋδη
  • Αμμωνία
  • Αμμωνία, οξείδια του αζώτου, μονοξείδιο του άνθρακα, διοξείδιο του άνθρακα
  • Οξεικό οξύ, μεθάνιο, μυρμηκικό οξύ
  • Κυανιούχα
  • Υδρόθειο, κυανιούχα

Φιλμ

  • Οξεική κυτταρίνη
  • Νιτροκυτταρίνη
  • Ακεταλδεϋδη, φορμαλδεϋδη
  • Οξείδια του αζώτου
  • Μονοξείδιο του άνθρακα, οξεικό οξύ, μεθάνιο
  • Μονοξείδιο του άνθρακα, κυανιούχα, υδροφθόριο

Μονωτικά καλώδια

Υδροχλώριο

Νεοπρένιο

Πνευμονικό οίδημα?

Χαρτί

Κυανιούχα

Φωτοαντιγραφικό χαρτί

Καρβονύλιο του νικελίου

Πολυακρυλονιτρίλιο

Κυανιούχα

Πολυφθοριωμένοι υδρογονάνθρακες

Οκταφθοροϊσοβουτυλένιο

Πολυολεφίνες

Ακρολεϊνη

Πολυστυρένιο

Στυρένιο

Πολυουρεθάνη

Ισοκυανικά

Κυανιούχα, ισοκυανικά

Οξεικό πολυβινύλιο

Οξεικό οξύ και ατμοί

Πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC)

Υδροχλώριο, φωσγένιο, χλώριο

Μονοξείδιο του άνθρακα, διοξείδιο του άνθρακα

Πολυβινυλο-μεθυλαιθέρας

Μονομερή, αλκοόλες

Ρητίνες

  • Μελαμίνη
  • Φαινολικά παράγωγα
  • Αμμωνία
  • Αμμωνία, φορμαλδεϋδη
  • Υδροκυάνιο
  • Υδροκυάνιο

Επιβραδυντές της φωτιάς

Υδροχλώριο

Βρώμιο

Ελαστικά

Υδρόθειο, διοξείδιο του θείου

Ισοκυανικά πολυμερή της ουρεθάνης

Ισοκυανικά

Ισοκυανικά

Ξύλο

Ακεταλδεϋδη, φορμαλδεϋδη

Οξεικό οξύ, μεθάνιο, μυρμηκικό οξύ, μονοξείδιο του άνθρακα

Χαρτί Xerox

Καρβονύλιο του νικελίου

Αφρός πολυουρεθάνης

Ισοκυανικά

Υδροκυάνιο, μονοξείδιο του άνθρακα

Πολυτετραφθοροαιθυλένιο

Υδροφθόριο, φθοριούχο καρβονύλιο

Πολυαιθυλένιο

Φορμαλδεϋδη, ακρολεϊνη

Μονοξείδιο του άνθρακα

Μέχρι πρό τινος υπήρχε η αντίληψη ότι η συχνότερη αιτία θανάτου από την εισπνοή καπνού ήταν το μονοξείδιο του άνθρακα. Τα αποτελέσματα, όμως, των τοξικολογικών αναλύσεων στο αίμα θυμάτων φωτιάς αμφισβητούν την άποψη αυτή και αποδεικνύουν ότι και το υδροκυάνιο αποτελεί μία σημαντική αιτία θανάτου κατά τη διάρκεια μιας φωτιάς. Άλλες ουσίες, όπως η αμμωνία, το διοξείδιο του θείου, τα οξείδια του αζώτου, το υδροχλώριο, το φωσγένιο, το χλώριο και οι αλδεϋδες, επιδρούν τοπικά στο κατώτερο αναπνευστικό και προκαλούν χημική τραχειοβρογχίτιδα. Το ποσοστό ευθύνης της κάθε μιας ερεθιστικής ουσίας στη βλάβη του αναπνευστικού που προκαλείται από τον καπνό είναι δύσκολο να προσδιορισθεί ποσοτικά σε μία πυρκαγιά, δεδομένου ότι και οι ερεθιστικές ουσίες και ο καπνός προκαλούν παρόμοιες βλάβες στο αναπνευστικό σύστημα. Για το λόγο αυτό είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί αν ένας ασθενής που έχει εισπνεύσει καπνό έχει υποστεί δηλητηρίαση μόνο με μονοξείδιο του άνθρακα ή με κυανιούχα ή αν έχει υποστεί και υποξία, λόγω αναπνευστικής δυσχέρειας, από εγκαύματα στις αεροφόρους οδούς ή στους πνεύμονες ή shock από εγκαύματα του δέρματος ή άλλα μεγαλύτερα τραύματα.

Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την έκταση των βλαβών, λόγω εισπνοής καπνού, είναι οι εξής :

  1. Το μέγεθος των σωματιδίων. Τα στερεά σωματίδια του καπνού, όπως η πίσσα, αποτελούν τους φορείς που μεταφέρουν στο αναπνευστικό σύστημα τις τοξικές ενώσεις που έχουν προσροφηθεί σ΄αυτά, το δε μέγεθός τους προσδιορίζει το σημείο της βλάβης του αναπνευστικού. Σωματίδια με μέγεθος μεταξύ 5 και 30 μm επικάθηνται στο ρινοφάρυγγα, ενώ σωματίδια μεγέθους μεταξύ 1 και 5 μm φθάνουν στην τραχεία, στους βρόγχους και στα βραγχιόλια. Σωματίδια μεγέθους μικρότερου από 1μm, στα οποία έχουν προσροφηθεί τοξικές ουσίες, φθάνουν στις πνευμονικές κυψελίδες, όπου απορροφώνται ή καταστρέφονται από τα μακροφάγα.
  2. Η παρουσία τοξικών αερίων σε υψηλές συγκεντρώσεις και η ανεπάρκεια του οξυγόνου στο χώρο.
  3. Η αποτελεσματικότητα των προστατευτικών αντανακλαστικών του ατόμου (π.χ. βήχας, λαρυγγόσπασμος). Η απώλεια του αντανακλαστικού του βήχα και του λαρυγγόσπασμου επιτρέπουν την ευχερή εισπνοή των τοξικών αερίων. Η απώλεια των αισθήσεων και το κώμα παρατείνουν την απορρόφηση των δηλητηριωδών αερίων που υπάρχουν στο χώρο.
  4. Ο ρυθμός αναπνοής. Οι αυξημένοι όγκοι ανά λεπτό, που συχνά παρατηρούνται στους πυροσβέστες, αυξάνουν ταυτόχρονα και τον όγκο των εισπνεόμενων δηλητηριωδών αερίων.
  5. Ο όξινος ή ο αλκαλικός χαρακτήρας των αερίων της φωτιάς.
  6. Η προϋπάρχουσα καρδιοαναπνευστική νόσος.
  7. Ο βαθμός και ο τύπος προστασίας του αναπνευστικού
  8. Η ολική ποσότητα των προϊόντων καύσης, τα οποία απορροφώνται από το αναπνευστικό κατά μία οξεία ή χρονία έκθεση.

Οι τοξικές ουσίες που παράγονται κατά τη διάρκεια μιας φωτιάς είναι οι εξής:

1. Ασφυξιογόνα

Τα κυριότερα ασφυξιογόνα, που δρούν εκτοπίζοντας το οξυγόνο του εισπνεόμενου αέρα και προκαλούν υποξία, είναι τα εξής:

Τα ασφυξιογόνα δεν προκαλούν τοπικό ερεθισμό ή συστηματική δράση, αλλά μόνον εκτοπίζουν το οξυγόνο από το περιβάλλον και προκαλούν υποξία. Το ασφαλές όριο για την περιεκτικότητα του εισπνεομένου οξυγόνου στο χώρο, για μια παρατεταμένη έκθεση, πρέπει να είναι 17%. Η περιεκτικότητα του χώρου σε οξυγόνο κάτω του 5% δεν είναι συμβατή με τη ζωή. Συγκεντρώσεις οξυγόνου της τάξεως του 7% προκαλούν νάρκωση και απώλεια της μνήμης, ενώ συγκεντρώσεις 10% οδηγούν σε σύγχυση, δύσπνοια και ταχύπνοια.

2. Συστηματικά ασφυξιογόνα

Τα κυριότερα ασφυξιογόνα, που απορροφώνται από το αναπνευστικό και εμφανίζουν συστηματική δράση, προκαλώντας υποξία των ιστών και παρεμβαίνοντας στη μεταφορά ή στην απόδοση οξυγόνου, είναι τα εξής:

3. Αέρια ερεθιστικά του αναπνευστικού συστήματος

Στα ερεθιστικά του αναπνευστικού υπάγονται η αμμωνία, η ακρολεΐνη, οι αλδεϋδες, το οξεικό οξύ, τα οξείδια του αζώτου, το διοξείδιο του θείου, το αέριο χλώριο, το φωσγένιο, η φορμαλδεϋδη και τα υδραλογόνα (HCl, HF, HBr). Ένα από τα πλέον συνήθη προϊόντα πυρόλυσης του πολυβινυλοχλωριδίου, το οποίο αποτελεί συστατικό των διαφόρων ταπετσαριών, είναι το υδροχλώριο. Όλα τα ερεθιστικά αέρια μπορούν να προκαλέσουν υποξία, πνευμονικό οίδημα ή πνευμονίτιδα, ανάλογα με τη συγκέντρωσή τους στο χώρο.

4. Ενώσεις ερεθιστικές των λείων μυικών ινών των βρόγχων

Ισοκυανικά

Τα ισοκυανικά χρησιμοποιούνται ευρέως στην παραγωγή πολυουρεθάνης (π.χ. πλαστικά, αφρός ουρεθάνης, κόλλες και νήματα). Οι φωτιές που προέρχονται από την καύση σύγχρονης επίπλωσης με ταπετσαρίες και μονωτικά υλικά συχνά οδηγούν στην έκλυση ισοκυανικών. Τα σπουδαιότερα ισοκυανικά είναι το διισοκυανικό τολουόλιο (TDI), το ισοθειοκυανικό μεθύλιο και το ισοκυανικό μεθύλιο. Το ισοκυανικό μεθύλιο είναι η ενδιάμεση τοξική χημική ουσία που διέφυγε κατά την πυρκαγιά σε εργοστάσιο παρασκευής παρασιτοκτόνων στην Bhopal της Ινδίας και προκάλεσε παροδική τύφλωση ή και το θάνατο από πνευμονικό οίδημα σε περισσότερα από 2000 άτομα.

5. Τοξικές ουσίες με συστηματική δράση που παράγονται στο χώρο της φωτιάς

Βαρέα μέταλλα

Ο μόλυβδος, ο υδράργυρος και το κάδμιο, καθώς και αέρια προερχόμενα από μέταλλα, όπως η αρσίνη και η αντιμονίνη, όταν εισπνέονται προκαλούν βλάβες της υγείας.

Γενικά, όταν τα μέταλλα φθάνουν σε υψηλή θερμοκρασία, κατά τη διάρκεια τη φωτιάς, μετατρέπονται σε οξείδια των μετάλλων. Η εισπνοή των ατμών των οξειδίων των μετάλλων και συχνότερα ψευδαργύρου, χαλκού και μαγνησίου και σπανιότερα αλουμινίου, αντιμονίου, καδμίου, σιδήρου, νικελίου, αργύρου και κασσιτέρου, προκαλεί μετουσίωση των πρωτεϊνών των κυττάρων των βρόγχων και των πνευμονικών κυψελίδων. Έτσι, τα παραγόμενα σύμπλοκα μετάλλων-πρωτεϊνών εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος, παίζουν το ρόλο τοξινών-αντιγόνων και ευθύνονται για την πρόκληση πυρετού, που ονομάζεται πυρετός εκ μεταλλοχυσίας, επειδή εμφανίζεται στους εργαζόμενους σε χυτήρια μετάλλων. Ο πυρετός αυτός συνιστά μία οξεία νόσο, που μοιάζει με γριππώδη συνδρομή και αυτοθεραπεύεται.

6. Λοιπές τοξικές ουσίες

Δικυκλοφωσφορικοί εστέρες

Ο σπουδαιότερος από αυτούς, το δικυκλοφωσφορικό αιθυλένιο είναι ένα τοξικό προϊόν της καύσης του αφρού πολυουρεθάνης που χρησιμοποιείται ως επιβραδυντής της φωτιάς και δρα ως ανταγωνιστής του γ-αμινοβουτυρικού οξέος (GABA).

Χλωριωμένα διφαινύλια και πολυχλωριωμένα διβενζοφουράνια (PCDF)

Οι ενώσεις αυτές απελευθερώνονται από την καύση των ηλεκτρικών μετασχηματιστών που περιέχουν πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs). Τα πολυχλωριωμένα διβενζοφουράνια (PCDF’s) είναι χημικές ενώσεις με μεγάλη τοξικότητα, που ευθύνονται για αρκετές από τις πνευμονολογικές βλάβες των θυμάτων της φωτιάς.

ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ

Βλάβες από την παραγωγή ελευθέρων ριζών

Σε δείγματα αέρα που ελήφθησαν από πειραματικές φωτιές ξύλου, χάρτου, βάμβακος, πολυεστέρα και πολυβινυλοχλωριδίου ανιχνεύθηκαν ελεύθερες ρίζες. Αυτές οι ελεύθερες ρίζες αντιδρούν με τον επιφανειοδραστικό παράγοντα των πνευμόνων, αδρανοποιώντάς τον και μειώνοντας με τον τρόπο αυτό την πρόσληψη του οξυγόνου από τους πνεύμονες.

Θερμικές βλάβες

Οι θερμικές βλάβες από τη φωτιά προκαλούνται αρχικά στο ανώτερο αναπνευστικό, άνωθεν των φωνητικών χορδών. Τέτοιες βλάβες εξελίσσονται μέσα στις πρώτες 24 ώρες. Λόγω της μεγάλης ικανότητας του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος να απορροφά θερμότητα και της μικρής θερμοχωρητικότητας του καυτού αέρα, η θερμική βλάβη κάτωθεν των φωνητικών χορδών είναι σπάνια. Εξαίρεση αποτελεί μόνο η περίπτωση παρουσίας ατμού, ο οποίος έχει 4000 φορές μεγαλύτερη θερμοχωρητικότητα από τον αέρα.

Βλάβες από ερεθιστικές ουσίες

Οι ερεθιστικές ουσίες προκαλούν χημική τραχειοβρογχίτιδα. Αρχικά προκαλείται οίδημα των βλεννογόνων και καταστροφή των κροσσών του επιθηλίου, που ακολουθείται από απόφραξη των αεραγωγών και υποξαιμία. Η εισπνοή καπνού πιθανόν να καταστρέφει και τις μεμβράνες των κυψελίδων και τις μεμβράνες των τριχοειδών με άγνωστους μηχανισμούς. Σε φωτιές χαμηλής ενέργειας, η αλληλεπίδραση των ελευθέρων ριζών με τον επιφανειοδραστικό παράγοντα των πνευμόνων (διπαλμιτοϋλο-φωσφατιδυλοχολίνη) μπορεί να οδηγήσει σε ελαττωμένη τάση και πρόσληψη οξυγόνου. Η ταχεία μείωση του οξυγόνου οδηγεί σε απώλεια της συνειδήσεως, με αποτέλεσμα τη δυσχέρεια απομάκρυνσης του θύματος από το χώρο και την παρατεταμένη εισπνοή καπνού.

Η αμμωνία, το διοξείδιο του θείου, το χλώριο, τα οξείδια του αζώτου και το φωσγένιο αντιδρούν με το νερό και παράγονται τοπικά στο αναπνευστικό σύστημα διαβρωτικές ουσίες. Οι αλδεϋδες και κυρίως η ακρολεϊνη, προκαλούν ερεθισμό των βλεννογόνων του αναπνευστικού και πνευμονικό οίδημα. Οι ενώσεις με υψηλή υδατοδιαλυτότητα (αμμωνία, φορμαλδεϋδη, διοξείδιο του θείου, υδροχλώριο) προκαλούν άμεση βλάβη των ανώτερων αεροφόρων οδών. Οι ενώσεις με χαμηλή υδατοδιαλυτότητα (διοξείδιο του αζώτου, φωσγένιο), προκαλούν επιβραδυνόμενη τοξικότητα στα τελικά βραγχιόλια και στις κυψελίδες. Το χλώριο έχει μέτρια υδατοδιαλυτότητα.

Οι ερεθιστικές για το αναπνευστικό ουσίες επηρεάζουν την εναπόθεση των εισπνεομένων σωματιδίων, μειώνοντας τη διάμετρο του αεραγωγού, μεταβάλλοντας την αναπνευστική λειτουργία και μειώνοντας την αποβολή τους. Κάθε μείωση του μεγέθους του αεραγωγού στους μεγάλους αεραγωγούς προκαλεί αύξηση της ταχύτητας των στερεών σωματιδίων και επομένως και την εναπόθεση σωματιδίων στους μεγάλους αεραγωγούς. Τα άτομα που αναπνέουν από το στόμα εμφανίζουν αυξημένη εναπόθεση μεγάλων στερεών σωματιδίων στην κυψελιδική ζώνη (το 50% των σωματιδίων έχουν διάμετρο 3 μm) σε σύγκριση με τα άτομα που αναπνέουν από τη μύτη (20% των σωματιδίων κυμαίνεται μεταξύ 1 και 4 μm). Οι χημικές ουσίες ή τα στερεά σωματίδια (π.χ. διοξείδιο του θείου, όζον) μπορεί να πυροδοτήσουν το βρογχόσπασμο, ιδιαίτερα στα ευαίσθητα άτομα, η δε μείωση της αποβολής των τοξικών ουσιών, που είναι αποτέλεσμα της μειωμένης λειτουργίας των κροσσών, προδιαθέτει για μικροβιακή πνευμονία.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΣΕ ΦΩΤΙΑ

α) Μονοξείδιο του άνθρακα

Ο χώρος στον οποίο εκδηλώνεται μια φωτιά είναι εξ ορισμού επικίνδυνος. Το ύψος (λοφίο) του καπνού που βγαίνει από ένα δωμάτιο, για μια φωτιά μετρίου μεγέθους (π.χ. που θα μπορούσε να σβήσει με ένα λάστιχο ποτίσματος), έχει συγκέντρωση μονοξειδίου του άνθρακα 5000-50.000 ppm. Ένα μοναδικό αντικείμενο βάρους ακόμη και ενός κιλού, εφόσον καεί γρήγορα, οδηγεί στην παραγωγή αρκετού μονοξειδίου του άνθρακα, το οποίο θα μπορούσε να απειλήσει τη ζωή ανθρώπων σε ένα κτίριο μεγέθους όσο ένα σπίτι. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια «χούφτα» κάρβουνο μπορεί να προκαλέσει θάνατο αν καεί μέσα σε ένα κλειστό δωμάτιο.

Η ανάλυση που έγινε στην ατμόσφαιρα ενεργούς φωτιάς αποκάλυψε ότι το μονοξείδιο του άνθρακα είναι το προϊόν που παράγεται στο μεγαλύτερο ποσοστό.

Μελέτες με πειραματόζωα που εκτέθηκαν σε διάφορες αναλογίες μονοξειδίου και διοξειδίου του άνθρακα αποκάλυψαν την ύπαρξη συνέργειας μεταξύ μονοξειδίου και διοξειδίου του άνθρακα.

β) Κυανιούχα

Σε θύματα φωτιάς έχουν ανιχνευθεί εκτός από σημαντικά υψηλές τιμές ανθρακυλαιμοσφαιρίνης και αντίστοιχα υψηλές τιμές κυανιούχων στο αίμα τους. Η δράση των ενώσεων αυτών είναι αθροιστική και πιθανόν συνεργική σε υψηλές δόσεις.

Κατά τη διάρκεια της φωτιάς η θερμική διάσπαση των ενώσεων που περιέχουν άζωτο, είτε είναι φυσικές (μαλλί και μετάξι) είτε είναι συνθετικές (πολυουρεθάνη και πολυακρυλονιτρίλιο), μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή τοξικών συγκεντρώσεων υδροκυανίου στο χώρο. Τα κυανιούχα παράγονται σε πολλές φωτιές και αν και έχουν τη χαρακτηριστική οσμή πικραμυγδάλων, η αναγνώρισή τους με την όσφρηση είναι δύσκολη, αφενός μεν διότι είναι γενετικά καθορισμένη και δεν επιτυγχάνεται από όλα τα άτομα και αφετέρου διότι κατά τη διάρκεια μιας φωτιάς οι παραγόμενες οσμές από την καύση των διαφόρων υλικών υπερκαλύπτουν την οσμή των κυανιούχων.

Πολλές βλάβες που προκαλούνται από φωτιές οφείλονται στην αδυναμία των θυμάτων να δραπετεύσουν από το χώρο της φωτιάς. Η σκότιση της όρασης και οι τοξικές επιδράσεις που προκαλούνται απ’ τον καπνό, όπως ο ερεθισμός του αναπνευστικού και η ασφυξία πιθανόν να παρακωλύουν τη διαφυγή των θυμάτων. Αυτή η αδυναμία των θυμάτων πιθανόν να οφείλεται στην έκθεσή τους σε κυανιούχα. Τα κυανιούχα εξαφανίζονται γρήγορα από το αίμα των θυμάτων της φωτιάς, τα δε δείγματα του αίματος λαμβάνονται συνήθως αρκετές ώρες μετά την έκθεση των θυμάτων στη φωτιά. Αυτό το μεγάλο πρόβλημα της αστάθειας των κυανιούχων ξεπεράστηκε μετά από έρευνες που αποκάλυψαν την ύπαρξη σχέσης μεταξύ του γαλακτικού οξέος και των κυανιούχων του αίματος. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι η συγκέντρωση του γαλακτικού στο πλάσμα έχει αναλογική σχέση με τη συγκέντρωση των κυανιούχων στο αίμα, ανεξάρτητα από τη συγκέντρωση της ανθρακυλαιμοσφαιρίνης στο αίμα. Στα θύματα φωτιάς που δεν έχουν ή έχουν μικρού βαθμού εγκαύματα, οι υψηλές συγκεντρώσεις γαλακτικού στο πλάσμα συνηγορούν σαφώς υπέρ της δηλητηρίασης με κυανιούχα, σε συνδυασμό ή όχι με δηλητηρίαση με μονοξείδιο του άνθρακα. Για το λόγο αυτό, σε μια φωτιά πρέπει να γίνεται επί πλέον μέτρηση του γαλακτικού οξέος σε δείγματα αίματος που λαμβάνονται στον τόπο της φωτιάς.

ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΩΝ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΩΝ

Το επάγγελμα του πυροσβέστη είναι ένα από τα πιο επικίνδυνα επαγγέλματα, με αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα. Οι βλάβες που προκαλούνται στην υγεία τους κατά την επαγγελματική τους έκθεση στη φωτιά συνοψίζονται ως εξής :

Τραυματικές βλάβες: Προκαλούνται από την πτώση αντικειμένων κατά τη διάρκεια της κατάσβεσης της φωτιάς ή κατά την προσπάθεια διαφυγής τους από το χώρο της φωτιάς.

Θερμικές βλάβες: Περιλαμβάνουν εγκαύματα του δέρματος και του αναπνευστικού συστήματος και θερμικό stress. Το θερμικό stress είναι αποτέλεσμα της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, των μονωτικών ιδιοτήτων των προστατευτικών στολών των πυροσβεστών και της ενδογενούς παραγωγής θερμότητας από την έντονη σωματική δραστηριότητα που επιδεινώνεται επί πλέον από το πρόσθετο βάρος των ειδικών αναπνευστικών συσκευών που μεταφέρουν οι πυροσβέστες.

Ψυχολογικά προβλήματα: Είναι πολλά και περιλαμβάνουν το συνεχές άγχος τους για την προσωπική τους ασφάλεια, τον τρόπο διαφυγής τους από το χώρο της φωτιάς, την απώλεια ζωών, τις συναισθηματικές σκηνές στο χώρο της φωτιάς, καθώς και το βάρος της μεγάλης κοινωνικής ευθύνης τους.

Βλάβες από τοξικές χημικές ενώσεις: Η εισπνοή των τοξικών αερίων που παράγονται κατά τη διάρκεια της καύσης οδηγεί συχνά σε δηλητηριάσεις των πυροσβεστών.

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΩΝ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΩΝ

Η έκθεση των πυροσβεστών στον καπνό και σε διάφορες άλλες χημικές ενώσεις, συχνά σε υψηλές συγκεντρώσεις, προκαλούν οξείες ή και χρόνιες βλάβες της υγείας τους, που συνοψίζονται ως εξής :

Αναπνευστικά νοσήματα: Συνήθως αναφέρονται οξείες και χρόνιες διαταραχές της πνευμονικής λειτουργίας.

Καρδιαγγειακά νοσήματα: Αναφέρονται πολλά περιστατικά καρδιαγγειακών νοσημάτων σε πυροσβέστες και κυρίως μια αύξηση των περιστατικών στεφανιαίας νόσου.

Επιπτώσεις στην αναπαραγωγική λειτουργία: Πολλές από τις χημικές ενώσεις που ανευρίσκονται στην ατμόσφαιρα της φωτιάς έχουν σχέση με πιθανή επίδραση στην αναπαραγωγή και με την πρόκληση γενετικών ανωμαλιών στους απογόνους των πυροσβεστών.

Κίνδυνος καρκινογένεσης: Στην ατμόσφαιρα της φωτιάς υπάρχουν πολλές καρκινογόνες ή ύποπτες για καρκινογένεση ουσίες, όπως π.χ. πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες, ακρυλονιτρίλιο, βινυλοχλωρίδιο, αμίαντος, φορμαλδεϋδη και PCBs. Μελέτες για την πιθανή αύξηση των καρκίνων στους πυροσβέστες απέδειξαν ότι η συχνότερη εντόπιση του καρκίνου είναι στη στοματική και στη φαρυγγική χώρα, στον οισοφάγο, στο έντερο, στον εγκέφαλο και στο λεμφικό σύστημα. Ο καρκίνος του πνεύμονα δεν έχει τεκμηριωθεί. Η αύξηση ορισμένων καρκίνων πιθανόν να είναι το αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης διαφόρων παραγόντων, όπως των τοξικών ενώσεων της φωτιάς, του οινοπνεύματος και του καπνίσματος.

ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Σύμφωνα με αμερικάνικα στοιχεία τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί οι θάνατοι σε περιστατικά φωτιάς. Η μείωση αυτή πιθανόν να οφείλεται στη χρήση και διαφήμιση των συστημάτων ανίχνευσης της φωτιάς (π.χ ανιχνευτές καπνού), στα συστήματα ανάσχεσης της φωτιάς (πυροσβεστήρες και ψεκαστήρες νερού) και στην αλλαγή των υλικών από τα οποία είναι κατασκευασμένα τα στρώματα και η επίπλωση των κτιρίων. Την ίδια αντιμετώπιση στο θέμα της φωτιάς έχει και η Γαλλία, όπου απαγορεύεται η χρήση δομικών υλικών που περιέχουν χλώριο και άζωτο.

Η Ρυθμιστική Τοξικολογία, εξασφαλίζοντας τη σωστή συνεργασία όλων των αρμόδιων φορέων, συμβάλλει στη λήψη μέτρων για την πρόληψη και την καταστολή της φωτιάς, καθώς και για τη μείωση των τοξικών ουσιών που παράγονται κατά τη διάρκεια μιας φωτιάς, με στόχο τη μείωση των περιστατικών δηλητηρίασης και θανάτων και την προάσπιση της Δημόσιας Υγείας.

Μαρία Στεφανίδου-Λουτσίδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Τελευταία αναθεώρηση : 19/5/2007

Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία


Σας παρακαλούμε να απαντήσετε στο απλό ερώτημα "Θα συνιστούσατε στους φίλους σας και στους γνωστούς σας να επισκεφτούν την Πύλη και να διαβάσουν το συγκεκριμένο κείμενο;" Η απλή αυτή ερώτηση (Business Week, Lanuary 20, 2006 - quoting a Harvard Business Review article) μπορεί να καταδείξει την απήχηση της συγκεκριμένης ιστοσελίδας, σχετικά με το αν επιτελεί το έργο για το οποίο έχει σχεδιαστεί. Βαθμολογήστε στην κλίμακα από 0 εώς 10. Η βαθμολογία σας θα καταχωρηθεί αυτομάτως.